Το κυβερνητικό όχημα... ρετάρει

Του Δημήτρη Τσιόδρα
Από : Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

«Υπάρχει πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα». Η διαπίστωση είναι κοινή για όσους συνομίλησαν με στελέχη της Ε.Ε. και του ΔΝΤ το τελευταίο διάστημα, τα οποία αμφισβητούν ευθέως πλέον την ικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει όσα έχουν συμφωνηθεί και να προχωρήσει δυναμικά σε πρωτοβουλίες που θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση. Με αυτό το δεδομένο και τη συζήτηση περί αναδιάρθρωσης να διχάζει την Ε.Ε., με τους Γερμανούς να την επιθυμούν και τους υπόλοιπους να το διαψεύδουν, το κλίμα αβεβαιότητας εντείνεται και πολλοί στην κυβέρνηση μιλούν για την ανάγκη μιας νέας επανεκκίνησης.

Στην Ε.Ε. αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο γραμμές για τον χρόνο στον οποίο πρέπει να προχωρήσει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (το ότι θα γίνει, θεωρείται δεδομένο, παρά τις διαψεύσεις). Η πλειοψηφία (περιλαμβανομένων των Γάλλων, οι τράπεζες των οποίων είναι και οι περισσότερο εκτεθειμένες σε ελληνικά κρατικά ομόλογα) τάσσεται υπέρ της αναδιάρθρωσης μετά το 2013, όταν θα είναι έτοιμος ο Μόνιμος Μηχανισμός και αφού θα έχουν ληφθεί μέτρα για τη μείωση του συστημικού ρίσκου. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι η αναδιάρθρωση με τη μορφή της επιμήκυνσης της αποπληρωμής όλου του δανείου με πιο χαμηλό επιτόκιο (με αυτό τον τρόπο θα γίνει και το «κούρεμα») πρέπει να προχωρήσει τώρα. Κι αυτό για δύο λόγους:

α) Ο βασικός είναι ότι όσο περνάει ο καιρός, το χρέος από τα χέρια των ιδιωτών περνάει στα κράτη. Το 2012 τα 110 δισ. ευρώ θα τα έχουν ξεφορτωθεί οι τράπεζες και τα διάφορα funds και θα τα οφείλει η Ελλάδα στο Μηχανισμό της Ε.Ε. και στο ΔΝΤ, ενώ γύρω στα 40 δισ. βρίσκονται σήμερα στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το ποσόν που θα οφείλει η Ελλάδα στο Μηχανισμό (άρα στα ευρωπαϊκά κράτη) το 2013 θα γίνει αρκετά μεγαλύτερο, αφού είναι πολύ δύσκολο μέχρι τότε η Ελλάδα να βγει στις αγορές. Αυτό σημαίνει ότι ένα «κούρεμα» μετά το 2013 θα κληθούν να το πληρώσουν οι φορολογούμενοι των χωρών που μας έχουν δανείσει, πράγμα δύσκολα διαχειρίσιμο πολιτικά σε μια Ε.Ε. στην οποία αυξάνει ο ευρωσκεπτικισμός. «Οι Γερμανοί δεν θα 'θελαν να 'χουν συνεχώς την Ελλάδα να τους ζητάει λεφτά» τονίζει οικονομικός παράγοντας, που βρισκόταν πρόσφατα στο Βερολίνο και είχε συναντήσεις με γερμανούς ειδικούς.

Στη Γερμανία το 2013 θα γίνουν εκλογές για την καγκελαρία και η Αγκελα Μέρκελ δεν θα επιθυμούσε στην αναμέτρηση ένα από τα κύρια ζητήματα να είναι το ελληνικό πρόβλημα. Γι' αυτό και ακούμε συνεχώς δηλώσεις για αναδιάρθρωση μετά τον Ιούνιο, όταν θα έχει συνταχθεί η έκθεση για την ελληνική οικονομία για την οποία μίλησε ο Β. Σόιμπλε και θα έχουν γίνει τα stress tests των τραπεζών (εφόσον τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα και δεν υπάρξει κάποιος αιφνιδιασμός). Οι γερμανικές τράπεζες πάντως, στην περίπτωση επιμήκυνσης της αποπληρωμής με πιο χαμηλό επιτόκιο δεν θα υποστούν πολύ μεγάλη ζημιά αφού τον Σεπτέμβριο του 2010 είχαν περιορίσει την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα στα περίπου 27 δισ. ευρώ, από τα 50 δισ. που κατείχαν στην αρχή της κρίσης (τώρα το ποσόν είναι ακόμη μικρότερο). Γι' αυτό το λόγο, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν και πιο θετικές για την αναδιάρθρωση στις συζητήσεις που με μυστικότητα έχουν ξεκινήσει με την ελληνική πλευρά.

β) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όσο δεν λαμβάνεται κάποια σοβαρή απόφαση σε επίπεδο Ε.Ε. και παρατείνεται η αβεβαιότητα, τόσο τα όποια μέτρα λαμβάνονται στην Ελλάδα δεν έχουν αποτέλεσμα και παράλληλα συνεχίζεται η αναταραχή και επεκτείνεται η κρίση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, επηρεάζοντας σημαντικά και τις χώρες του Βορρά.

Η αναδιάρθρωση μπορεί να γίνει με την ανταλλαγή ελληνικών κρατικών ομολόγων με νέα, μεγαλύτερης διάρκειας και πιο χαμηλού επιτοκίου, τα οποία όμως θα έχουν την εγγύηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού (ένα είδος ευρωπαϊκών Brady Bonds, τα οποία εκδόθηκαν το 1989 με αμερικανική εγγύηση για τη διαχείριση του χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής), ώστε οι κάτοχοί τους να είναι βέβαιοι ότι δεν θα μπουν σε νέες περιπέτειες. Αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρήσουν τα ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους και να υποστούν κάποιες ζημιές, λόγω των πιο χαμηλών επιτοκίων.

Με τη λύση αυτή το ελληνικό χρέος θα παραμείνει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, όμως θα υπάρχει ελάφρυνση για τις δόσεις των επόμενων χρόνων που θα είναι τα πιο δύσκολα, ενώ οι μειωμένοι τόκοι θα βοηθήσουν το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα που, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα συμβάλει σταδιακά στη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Αυτό θα γίνει όμως με επιτήρηση διαρκείας και «συνεχή μνημόνια».

Η προώθηση των παραπάνω προϋποθέτει διαφορετική πολιτική διαχείριση και η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δείχνει πελαγωμένη, δίχως κατεύθυνση και χαμένη σε εσωτερικές διαμάχες. Τι θα μπορούσε να συνιστά «επανεκκίνηση», όπως ζητούν πολλοί σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον αλλά και στο εσωτερικό της χώρας;

- Κάποιοι στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι πρέπει να γίνει σαρωτικός ανασχηματισμός με μικρότερο σχήμα, αλλαγή του οικονομικού επιτελείου με μετάθεση του Γ. Παπακωνσταντίνου σε άλλο υπουργείο, απομάκρυνση «κολλητών» του πρωθυπουργού και αξιοποίηση τεχνοκρατών. Να θυμίσουμε ότι στελέχη του ΔΝΤ («Κ.Ε.» 17/4) μιλούσαν για «κυβέρνηση 15-16 μελών ώστε να προχωρήσει η δουλειά» ενώ στις Βρυξέλλες ανώτερος αξιωματούχος εξομολογιόταν σε έλληνα συνομιλητή του το πόσο απογοητευμένος είναι από τη μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων υπουργών.

- Τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών παρά τις κατηγορηματικές διαψεύσεις του πρωθυπουργού την Παρασκευή δεν έχουν σταματήσει να ακούγονται, είτε με τη μορφή του διλήμματος του Γ. Παπανδρέου στους βουλευτές για στήριξη, είτε ακόμη και με τη μορφή τού να ζητηθεί η ψήφιση των μέτρων από 180 βουλευτές. Με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση του Α. Σαμαρά (συνέντευξη στην «Κ.Ε.» στις 17 Απριλίου), αυτό σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε κάλπες, από τις οποίες όμως είναι πολύ δύσκολο να προκύψει αυτοδυναμία, όπως εκτιμούν οι δημοσκόποι. Η επιλογή της κάλπης θα σήμαινε για τον Γ. Παπανδρέου ότι επιθυμεί να βγει από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται καλώντας τον ελληνικό λαό να αποφασίσει.

Ο «τρίτος δρόμος» είναι η συνέχιση της σημερινής πορείας, δίχως αλλαγές, που ακόμη και κορυφαίοι υπουργοί συμφωνούν ότι οδηγεί σε αδιέξοδο.