Άρθρο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου στο aixmi.gr
Η ερώτηση μου υποθετική, αλλά την απάντηση την ξέρετε όλοι. Αν το ματς του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό ήταν για το Τσάμπιονς Λιγκ ή το Γιουρόπα Λιγκ θα έμπαινε έστω και ένας στο τέλος μέσα στο γήπεδο; Φυσικά και όχι. Όπως δεν υπήρξε πρόβλημα σε οποιοδήποτε ματς, σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο Καραϊσκάκη, στην Λεωφόρο, στο ΟΑΚΑ, στη Νέα Φιλαδέλφεια ακόμη και στην Τούμπα με εξαίρεση τη νύχτα με την Παρί Σεν Ζερμέν το 1992, για την οποία η καμπάνα από την ΟΥΕΦΑ ήταν βαρύτατη στον ΠΑΟΚ. Αλλά εδώ είναι ελληνικό ποδόσφαιρο και τα γκέμια τα κρατά η Σούπερ Λίγκα, η ΕΠΟ και το υπουργείο Αθλητισμού, οπότε μπορεί ο κάθε κάφρος να κοιμάται ήσυχος.
Στην Αγγλία, τα γράφαμε προχτές, ένας 24χρονος που μπήκε στο γήπεδο και χτύπησε παίκτη της Στίβενειτζ, φυλακίστηκε. Εδώ, μπήκαν δεκάδες και ο πρόεδρος της ίδιας της Λίγκας και του Ολυμπιακού τους είδε μόλις πέντε και δεν διαπίστωσε κάτι κακό! Πάλι καλά που είπε το αυτονόητο πως θα καταδικάσει ότι έγινε, αν το δει σε βίντεο, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός οφείλει μόνος του να ζητήσει να τιμωρηθούν οι όποιοι ένοχοι.
Με τα λέιζερ, δεν ασχολούμαι καν, γιατί οι υποανάπυκτοι στην Αγγλία και την Γερμανία συλλαμβάνουν και φυλακίζουν ακόμη και ένα οπαδό που τα χρησιμοποιεί ενώ εμείς ως γνήσιοι δημοκράτες έχουμε ευαισθησίες!
Ποτέ δεν μάσησα τα λόγια μου για τους κάφρους. Και δεν είναι λίγοι, δυστυχώς αυτοί οι ανεγκέφαλοι αλλά πολλοί. Πιο πολλοί από τους ανθρώπους που θέλουν να πάνε σε ένα γήπεδο και να απολαύσουν πραγματικά ποδόσφαιρο. Πιστεύει κανείς στην Ελλάδα πως αυτοί που πάνε πλέον σε τέτοια ματς, θέλουν να δουν καλή μπάλα; Μόνο τη νίκη της ομάδας τους με κάθε κόστος. Είτε φοράνε κόκκινα, είτε πράσινα, είτε κίτρινα κασκόλ, είτε ασπρόμαυρα, το αποτέλεσμα αγιάζει τα μέσα σε μία σύγχρονη μακιαβελική λογική.
Κρίμα, γιατί δεν ήταν έτσι ο Έλληνας, μέχρι και πριν δύο δεκαετίες. Ο κόσμος που γέμιζε τις εξέδρες στην δεκαετία του ’50, του ’60, του ’70, ήταν πιο αγνός και κυρίως χωρίς οργή. Γιατί προερχόταν από έναν μεγάλο πόλεμο και μία εμφύλια σύρραξη και παρότι ήταν πολύ πιο φτωχός ήξερε να εκτιμά αξίες. Και μέσα από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης είχε μάθει να υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή, ως υπέρτατο αγαθό.
Η μετάλλαξη της κοινωνίας μας από την δεκαετία του ’80, όταν ξεκίνησε η ανομία να μπαίνει στην καθημερινότητα και η αγένεια, η απρέπεια, η επίδειξη πλούτου και η περιφρόνηση του διπλανού ως ξεχωριστής οντότητας να μεταβάλλονται σε νοοτροπίες ζωής, το νερό είχε πάρει τον δρόμο του.
Σήμερα, η τυφλή βία που τυλίγεται με ένα κασκόλ δεν είναι πια γηπεδικό προνόμιο μόνο αλλά μεταφέρθηκε ως κοινωνικός χουλιγκανισμός στο δρόμο. Μία άβουλη Πολιτεία που ποτέ δεν θέλησε να εφαρμόσει τους νόμους που η ίδια ψηφίζει είναι συνένοχη και φυσικά οι παράγοντες σε αυτό το γαϊτανάκι ανευθυνότητας έχουν την καίρια ευθύνη.
Στην μέση ο Τύπος εκεί όπου όλοι μας επιτρέψαμε να κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσα μας, χούλιγκαν με… πληκτρολόγια που όλη τους η ζωή περιφερεται στο πως να λειτουργούν ως σημαιοφόροι του λαϊκισμού!
Φυσικά αυτά που έγιναν στο Φάληρο, έχουν ξαναγίνει, σε ελληνικό πρωτάθλημα και Κύπελλο, και σε άλλα γήπεδα. Και θα ξαναγίνουν. Με κάθε καινούργια εκδοχή να χρησιμοποιεί την ατιμωρησία της προηγούμενης φοράς ως άλλοθι!
Θα ήταν η απόλυτη έκφραση του Θεάτρου του Παραλόγου, μόνο που έρχονται και χειρότερα. Και είναι μόνο θέμα τύχης που δεν είχαμε ακόμα νεκρούς. Αλλά η ώρα αυτή έρχεται με μαθηματική ακρίβεια. Και τότε κάποιοι από την Πολιτεία με δάκρυα στα μάτια και οργίλο λόγο θα καταδικάζουν πάνω από τα φέρετρα, ο Τύπος θα ζητάει να αποδοθούν ευθύνες, οι οπαδοί θα φωνάζουν και πάλι συνθήματα.
Φυσικά αναλόγως με το ποιανού «χρώματος» θα είναι τα θύματα θα βλέπουμε και τα ανάλογα πρωτοσέλιδα. Οι παράγοντες θα κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, δηλαδή εμπρηστικές δηλώσεις και ο κάθε αρμόδιος υπουργός της εποχής θα υπόσχεται ένα νέο Νόμο που θα θεραπεύσει «πάσα νόσον και πάσαν μαλακία». Θα λέγαμε ως επίλογο πως «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» αλλά δεν είναι παραμύθι. Είναι θρίλερ και τα χειρότερα πολύ φοβάμαι πως δεν τα είδαμε ακόμη!
Η ερώτηση μου υποθετική, αλλά την απάντηση την ξέρετε όλοι. Αν το ματς του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό ήταν για το Τσάμπιονς Λιγκ ή το Γιουρόπα Λιγκ θα έμπαινε έστω και ένας στο τέλος μέσα στο γήπεδο; Φυσικά και όχι. Όπως δεν υπήρξε πρόβλημα σε οποιοδήποτε ματς, σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο Καραϊσκάκη, στην Λεωφόρο, στο ΟΑΚΑ, στη Νέα Φιλαδέλφεια ακόμη και στην Τούμπα με εξαίρεση τη νύχτα με την Παρί Σεν Ζερμέν το 1992, για την οποία η καμπάνα από την ΟΥΕΦΑ ήταν βαρύτατη στον ΠΑΟΚ. Αλλά εδώ είναι ελληνικό ποδόσφαιρο και τα γκέμια τα κρατά η Σούπερ Λίγκα, η ΕΠΟ και το υπουργείο Αθλητισμού, οπότε μπορεί ο κάθε κάφρος να κοιμάται ήσυχος.
Στην Αγγλία, τα γράφαμε προχτές, ένας 24χρονος που μπήκε στο γήπεδο και χτύπησε παίκτη της Στίβενειτζ, φυλακίστηκε. Εδώ, μπήκαν δεκάδες και ο πρόεδρος της ίδιας της Λίγκας και του Ολυμπιακού τους είδε μόλις πέντε και δεν διαπίστωσε κάτι κακό! Πάλι καλά που είπε το αυτονόητο πως θα καταδικάσει ότι έγινε, αν το δει σε βίντεο, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός οφείλει μόνος του να ζητήσει να τιμωρηθούν οι όποιοι ένοχοι.
Με τα λέιζερ, δεν ασχολούμαι καν, γιατί οι υποανάπυκτοι στην Αγγλία και την Γερμανία συλλαμβάνουν και φυλακίζουν ακόμη και ένα οπαδό που τα χρησιμοποιεί ενώ εμείς ως γνήσιοι δημοκράτες έχουμε ευαισθησίες!
Ποτέ δεν μάσησα τα λόγια μου για τους κάφρους. Και δεν είναι λίγοι, δυστυχώς αυτοί οι ανεγκέφαλοι αλλά πολλοί. Πιο πολλοί από τους ανθρώπους που θέλουν να πάνε σε ένα γήπεδο και να απολαύσουν πραγματικά ποδόσφαιρο. Πιστεύει κανείς στην Ελλάδα πως αυτοί που πάνε πλέον σε τέτοια ματς, θέλουν να δουν καλή μπάλα; Μόνο τη νίκη της ομάδας τους με κάθε κόστος. Είτε φοράνε κόκκινα, είτε πράσινα, είτε κίτρινα κασκόλ, είτε ασπρόμαυρα, το αποτέλεσμα αγιάζει τα μέσα σε μία σύγχρονη μακιαβελική λογική.
Κρίμα, γιατί δεν ήταν έτσι ο Έλληνας, μέχρι και πριν δύο δεκαετίες. Ο κόσμος που γέμιζε τις εξέδρες στην δεκαετία του ’50, του ’60, του ’70, ήταν πιο αγνός και κυρίως χωρίς οργή. Γιατί προερχόταν από έναν μεγάλο πόλεμο και μία εμφύλια σύρραξη και παρότι ήταν πολύ πιο φτωχός ήξερε να εκτιμά αξίες. Και μέσα από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης είχε μάθει να υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή, ως υπέρτατο αγαθό.
Η μετάλλαξη της κοινωνίας μας από την δεκαετία του ’80, όταν ξεκίνησε η ανομία να μπαίνει στην καθημερινότητα και η αγένεια, η απρέπεια, η επίδειξη πλούτου και η περιφρόνηση του διπλανού ως ξεχωριστής οντότητας να μεταβάλλονται σε νοοτροπίες ζωής, το νερό είχε πάρει τον δρόμο του.
Σήμερα, η τυφλή βία που τυλίγεται με ένα κασκόλ δεν είναι πια γηπεδικό προνόμιο μόνο αλλά μεταφέρθηκε ως κοινωνικός χουλιγκανισμός στο δρόμο. Μία άβουλη Πολιτεία που ποτέ δεν θέλησε να εφαρμόσει τους νόμους που η ίδια ψηφίζει είναι συνένοχη και φυσικά οι παράγοντες σε αυτό το γαϊτανάκι ανευθυνότητας έχουν την καίρια ευθύνη.
Στην μέση ο Τύπος εκεί όπου όλοι μας επιτρέψαμε να κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσα μας, χούλιγκαν με… πληκτρολόγια που όλη τους η ζωή περιφερεται στο πως να λειτουργούν ως σημαιοφόροι του λαϊκισμού!
Φυσικά αυτά που έγιναν στο Φάληρο, έχουν ξαναγίνει, σε ελληνικό πρωτάθλημα και Κύπελλο, και σε άλλα γήπεδα. Και θα ξαναγίνουν. Με κάθε καινούργια εκδοχή να χρησιμοποιεί την ατιμωρησία της προηγούμενης φοράς ως άλλοθι!
Θα ήταν η απόλυτη έκφραση του Θεάτρου του Παραλόγου, μόνο που έρχονται και χειρότερα. Και είναι μόνο θέμα τύχης που δεν είχαμε ακόμα νεκρούς. Αλλά η ώρα αυτή έρχεται με μαθηματική ακρίβεια. Και τότε κάποιοι από την Πολιτεία με δάκρυα στα μάτια και οργίλο λόγο θα καταδικάζουν πάνω από τα φέρετρα, ο Τύπος θα ζητάει να αποδοθούν ευθύνες, οι οπαδοί θα φωνάζουν και πάλι συνθήματα.
Φυσικά αναλόγως με το ποιανού «χρώματος» θα είναι τα θύματα θα βλέπουμε και τα ανάλογα πρωτοσέλιδα. Οι παράγοντες θα κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, δηλαδή εμπρηστικές δηλώσεις και ο κάθε αρμόδιος υπουργός της εποχής θα υπόσχεται ένα νέο Νόμο που θα θεραπεύσει «πάσα νόσον και πάσαν μαλακία». Θα λέγαμε ως επίλογο πως «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» αλλά δεν είναι παραμύθι. Είναι θρίλερ και τα χειρότερα πολύ φοβάμαι πως δεν τα είδαμε ακόμη!