Ρεπορτάζ : Χρήστος Ζιώτης
Από : Ελευθεροτυπία
Την πόρτα της Ελλάδας χτυπάει η αναδιάρθρωση. Οι απαραίτητες συζητήσεις που προηγούνται με τους δανειστές προκειμένου να προχωρήσει το «σενάριο της συναινετικής αναδιάρθρωσης», δεν μπορούν να κρατηθούν επί μακρόν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση φαίνεται ότι, παρ' όλο που επισήμως το διαψεύδει, καταφεύγει για ακόμη μία φορά στη μέθοδο των επιλεκτικών διαρροών προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος. Πανομοιότυπα δημοσιεύματα στον κυριακάτικο Τύπο καταδεικνύουν ότι έχει δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα.
Νομικοί κύκλοι που έχουν εμπειρία από αντίστοιχα προγράμματα αναδιάρθρωσης στη Λατινική Αμερική εκτιμούν ότι η διαδικασία συνεννόησης με τους δανειστές χρειάζεται 5 με 6 μήνες στην καλύτερη περίπτωση για να ολοκληρωθεί. Δηλαδή από τη στιγμή που η κυβέρνηση προκρίνει τη λύση της αναδιάρθρωσης, ακόμη και την ήπια εκδοχή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία τουλάχιστον με το 70% των δανειστών.
Τούτο σημαίνει ότι για κάθε έκδοση ομολόγων που έχει κάνει το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να αναζητηθούν οι κάτοχοι των ομολόγων και να συμφωνήσουν για τους νέους όρους που θα περιλαμβάνουν τα νέα ομόλογα με τα οποία θα αντικατασταθούν τα υφιστάμενα.
Η ΕΚΤ κατέχει τα περισσότερα
Στην περίπτωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το παραπάνω έργο είναι μάλλον εύκολο καθώς τα ομόλογα στη συντριπτική τους πλειονότητα βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων. Στους θεσμικούς επενδυτές εσχάτως έχει προστεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αγοράζει κρατικούς τίτλους από τον περασμένο Μάιο.
Υπολογίζεται ότι η ΕΚΤ είναι ο μεγαλύτερος πλέον κάτοχος ελληνικών ομολόγων καθώς στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής έχει εξαγοράσει τίτλους αξίας άνω των 55 δισ. ευρώ. Τούτο σημαίνει ότι η γνώμη της ΕΚΤ, η οποία όμως είναι αντίθετη στη διαδικασία αναδιάρθρωσης, θα έχει καθοριστικό ρόλο στην όλη διαδικασία.
Οι τραπεζίτες στη Φρανκφούρτη φοβούνται ότι ακόμη και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, το λεγόμενο reprofiling, θα δώσει την αφορμή στην κυβέρνηση για να χαλαρώσει τις προσπάθειές της στο μεταρρυθμιστικό μέτωπο.
Είναι ενδεικτικό ότι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος στην Ετήσια Εκθεση που θα δώσει σήμερα στη δημοσιότητα εμφανίζεται προβληματισμένος καθώς, όπως εκτιμά, η κυβέρνηση δεν προχωρά στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσων στον βαθμό που απαιτείται.
Αν τελικά προκριθεί το σενάριο της ήπιας αναδιάρθρωσης με αλλαγή των όρων των υφιστάμενων ομολόγων, οι συνέπειες θα είναι ήπιες. Συνήθως η αλλαγή των όρων επικεντρώνεται στην επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ομολόγου, ενώ από τη σχετική διαδικασία αποκλείονται τα έντοκα γραμμάτια. Στην περίπτωση της Βραζιλίας η διάρκεια των ομολόγων επιμηκύνθηκε κατά μία πενταετία.
Η λύση αυτή δεν μειώνει το χρέος των 340 δισ. ευρώ, όμως επιτυγχάνεται μία καλύτερη χρονική κατανομή της αποπληρωμής του. Ετσι το Δημόσιο «εξοικονομεί» κάποιους πόρους οι οποίοι διαφορετικά θα πήγαιναν στους δανειστές μας, για να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά έργα.
Είναι ενδεικτικό ότι στην τριετία 2012-15 στους δανειστές θα έπρεπε να καταβάλουμε περίπου 201,4 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή του χρέους.
Η λύση αυτή δεν θα πλήξει τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία άλλωστε ήδη αναγκάζονται να ρευστοποιούν ομόλογα σε πολύ χαμηλές τιμές για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες.
Το «κούρεμα» κλείνει τις πόρτες
Η κατάσταση αλλάζει άρδην στην περίπτωση του κουρέματος των ομολόγων. Η λύση αυτή είναι δραστική γιατί μειώνει το χρέος, όμως πλήττει το κύρος της χώρας καθιστώντας ακόμη πιο αβέβαιη την επιστροφή της στις αγορές. Αν για παράδειγμα το κούρεμα είναι της τάξεως του 40%, μεταφράζεται σε ισόποση απώλεια του κεφαλαίου για τους επενδυτές.
Θα κληθούν να ανταλλάξουν ομόλογα που κατέχουν με νέα. Ετσι τελικώς ο κάθε ομολογιούχος για τίτλο 100 ― θα λάβει το ποσόν των 60 ―.
Από το κούρεμα εξαιρούνται ρητώς τα δάνεια της τρόικας. Οι τράπεζες θα αναγκαστούν να γράψουν σημαντικές ζημιές, οι οποίες θα είναι ανάλογες με το πόσο «βαθύ θα είναι το κούρεμα που θ' αποφασιστεί».
Οι απώλειες αυτές θα διαβρώσουν την κεφαλαιακή τους θέση και θ' αναγκαστούν να προσφύγουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Από : Ελευθεροτυπία
Την πόρτα της Ελλάδας χτυπάει η αναδιάρθρωση. Οι απαραίτητες συζητήσεις που προηγούνται με τους δανειστές προκειμένου να προχωρήσει το «σενάριο της συναινετικής αναδιάρθρωσης», δεν μπορούν να κρατηθούν επί μακρόν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση φαίνεται ότι, παρ' όλο που επισήμως το διαψεύδει, καταφεύγει για ακόμη μία φορά στη μέθοδο των επιλεκτικών διαρροών προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος. Πανομοιότυπα δημοσιεύματα στον κυριακάτικο Τύπο καταδεικνύουν ότι έχει δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα.
Νομικοί κύκλοι που έχουν εμπειρία από αντίστοιχα προγράμματα αναδιάρθρωσης στη Λατινική Αμερική εκτιμούν ότι η διαδικασία συνεννόησης με τους δανειστές χρειάζεται 5 με 6 μήνες στην καλύτερη περίπτωση για να ολοκληρωθεί. Δηλαδή από τη στιγμή που η κυβέρνηση προκρίνει τη λύση της αναδιάρθρωσης, ακόμη και την ήπια εκδοχή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία τουλάχιστον με το 70% των δανειστών.
Τούτο σημαίνει ότι για κάθε έκδοση ομολόγων που έχει κάνει το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να αναζητηθούν οι κάτοχοι των ομολόγων και να συμφωνήσουν για τους νέους όρους που θα περιλαμβάνουν τα νέα ομόλογα με τα οποία θα αντικατασταθούν τα υφιστάμενα.
Η ΕΚΤ κατέχει τα περισσότερα
Στην περίπτωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το παραπάνω έργο είναι μάλλον εύκολο καθώς τα ομόλογα στη συντριπτική τους πλειονότητα βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων. Στους θεσμικούς επενδυτές εσχάτως έχει προστεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αγοράζει κρατικούς τίτλους από τον περασμένο Μάιο.
Υπολογίζεται ότι η ΕΚΤ είναι ο μεγαλύτερος πλέον κάτοχος ελληνικών ομολόγων καθώς στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής έχει εξαγοράσει τίτλους αξίας άνω των 55 δισ. ευρώ. Τούτο σημαίνει ότι η γνώμη της ΕΚΤ, η οποία όμως είναι αντίθετη στη διαδικασία αναδιάρθρωσης, θα έχει καθοριστικό ρόλο στην όλη διαδικασία.
Οι τραπεζίτες στη Φρανκφούρτη φοβούνται ότι ακόμη και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, το λεγόμενο reprofiling, θα δώσει την αφορμή στην κυβέρνηση για να χαλαρώσει τις προσπάθειές της στο μεταρρυθμιστικό μέτωπο.
Είναι ενδεικτικό ότι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος στην Ετήσια Εκθεση που θα δώσει σήμερα στη δημοσιότητα εμφανίζεται προβληματισμένος καθώς, όπως εκτιμά, η κυβέρνηση δεν προχωρά στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσων στον βαθμό που απαιτείται.
Αν τελικά προκριθεί το σενάριο της ήπιας αναδιάρθρωσης με αλλαγή των όρων των υφιστάμενων ομολόγων, οι συνέπειες θα είναι ήπιες. Συνήθως η αλλαγή των όρων επικεντρώνεται στην επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ομολόγου, ενώ από τη σχετική διαδικασία αποκλείονται τα έντοκα γραμμάτια. Στην περίπτωση της Βραζιλίας η διάρκεια των ομολόγων επιμηκύνθηκε κατά μία πενταετία.
Η λύση αυτή δεν μειώνει το χρέος των 340 δισ. ευρώ, όμως επιτυγχάνεται μία καλύτερη χρονική κατανομή της αποπληρωμής του. Ετσι το Δημόσιο «εξοικονομεί» κάποιους πόρους οι οποίοι διαφορετικά θα πήγαιναν στους δανειστές μας, για να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά έργα.
Είναι ενδεικτικό ότι στην τριετία 2012-15 στους δανειστές θα έπρεπε να καταβάλουμε περίπου 201,4 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή του χρέους.
Η λύση αυτή δεν θα πλήξει τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία άλλωστε ήδη αναγκάζονται να ρευστοποιούν ομόλογα σε πολύ χαμηλές τιμές για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες.
Το «κούρεμα» κλείνει τις πόρτες
Η κατάσταση αλλάζει άρδην στην περίπτωση του κουρέματος των ομολόγων. Η λύση αυτή είναι δραστική γιατί μειώνει το χρέος, όμως πλήττει το κύρος της χώρας καθιστώντας ακόμη πιο αβέβαιη την επιστροφή της στις αγορές. Αν για παράδειγμα το κούρεμα είναι της τάξεως του 40%, μεταφράζεται σε ισόποση απώλεια του κεφαλαίου για τους επενδυτές.
Θα κληθούν να ανταλλάξουν ομόλογα που κατέχουν με νέα. Ετσι τελικώς ο κάθε ομολογιούχος για τίτλο 100 ― θα λάβει το ποσόν των 60 ―.
Από το κούρεμα εξαιρούνται ρητώς τα δάνεια της τρόικας. Οι τράπεζες θα αναγκαστούν να γράψουν σημαντικές ζημιές, οι οποίες θα είναι ανάλογες με το πόσο «βαθύ θα είναι το κούρεμα που θ' αποφασιστεί».
Οι απώλειες αυτές θα διαβρώσουν την κεφαλαιακή τους θέση και θ' αναγκαστούν να προσφύγουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.