Έντονες αποδοκιμασίες για τον Κ. Σημίτη

Της πολιτικής η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και των κριτήριων που εφαρμόστηκαν για αυτήν υπεραμύνθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μιλώντας χθες σε εκδήλωση του Ινστιτούτου «Heinrich Bοll» των Γερμανών Πρασίνων, στο Βερολίνο, μαζί με τον επικεφαλής των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ντάνιελ Κον-Μπέντιτ. «Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα πέτυχε την είσοδο στην ΟΝΕ χωρίς να έχει εκπληρώσει τις προϋποθέσεις, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», δήλωσε.

Μιλώντας για τις επιλογές οι οποίες έγιναν από την ελληνική κυβέρνηση και την Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης, χαρακτήρισε «εξωπραγματικούς τους όρους που τέθηκαν για την δημοσιονομική εξυγίανση της Ελλάδας και μίλησε για «πολιτικά μοιραίο λάθος», αναφερόμενος στο γεγονός ότι «οι συντάκτες του Μνημονίου είχαν παραλείψει να συναρτήσουν τους στόχους με τις πραγματικές εξελίξεις, δηλαδή την ύφεση». Ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να είχε διαπραγματευτεί περισσότερο, να υποβάλει δικές της προτάσεις και να υπογράψει μόνο εφόσον θα είχε εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ότι θα διασφαλιζόταν η ανάπτυξη. Τόνισε δε ότι από τους δύο συμβαλλόμενους, η Ελλάδα ήταν το αδύναμο μέρος, καθώς είχε το χρέος και δεν είχε τους απαραίτητους ανθρώπους που θα έκαναν ορθή επισκόπηση των συνεπειών, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η ισχυρή πλευρά.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικώς με τις συνέπειες ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ο κ. Σημίτης έκανε λόγο για «απάνθρωπη κατάσταση» και «καταστροφή», η οποία θα έπληττε κυρίως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ θα έκανε πλουσιότερους τους πλούσιους. «Οι λαϊκιστές θέλουν την δραχμή. Η αλήθεια είναι ότι οι ίδιοι έχουν τα ευρώ τους στο εξωτερικό. Αυτή η προπαγάνδα προέρχεται από περιθωριακούς ή κακούς επιχειρηματίες», δήλωσε και πρόσθεσε ότι «σε περίπτωση επιστροφής στην δραχμή, δεν θα πρέπει να αποκλείεται και έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Σχετικώς με τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου, ο κ. Σημίτης έκανε λόγο για ικανοποιητικές αποφάσεις, χαρακτήρισε ωστόσο τις λύσεις που επελέγησαν ως «μερική μόνο αντιμετώπιση του προβλήματος χρέους» και τόνισε την ανάγκη πραγματικής οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη, ακόμη και με αλλαγή των Συνθηκών. Διευκρίνισε δε ότι η οικονομική διακυβέρνηση μπορεί να επιδιωχθεί στο πλαίσιο της ΟΝΕ, η οποία αποτελεί ήδη μια «ενισχυμένη συνεργασία», κάτι που προβλέπεται και από την Συνθήκη της Λισαβόνας και πρόσθεσε ότι τα μέλη της ΟΝΕ έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν νέους θεσμούς, όπως έναν «υπουργό οικονομικών της Ευρωζώνης» ή ένα σχέδιο ανάπτυξης και επενδύσεων, χωρίς την σύμφωνη γνώμη των χωρών που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης.

Ο κ. Σημίτης απέρριψε την θεωρία που θέλει την υπερβολική σπατάλη ως μοναδική αιτία για το χρέος και ανέδειξε την διαφορά ανάπτυξης Βορρά και Νότου, την οποία δεν έχει ως τώρα, όπως είπε, διαχειριστεί αποτελεσματικά η Ευρώπη. Πρότεινε την δημιουργία «κοινού σχεδίου προόδου» της Ευρωζώνης, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη αυτές τις ανισότητες και προειδοποίησε για καταστροφικές συνέπειες για όλους από την διάλυση της Ευρωζώνης.

Διαμαρτυρία και καταγγελίες από ομάδα παρευρισκομένων

Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης, μέλη της Ελληνικής Ομάδας του Βερολίνου ανήρτησαν πλακέτες με τη λέξη «SIEMENS», ενώ εκπρόσωπός τους πήρε τον λόγο και χαρακτήρισε «ιδιαίτερα προβληματικό να προσκαλεί κανείς τον Κώστα Σημίτη για να μας πει πού πρέπει να πάει η Ελλάδα», καθώς, όπως είπε, «έχει ένα μακρύ παρελθόν στο ελληνικό πολιτικό τοπίο και είναι συνυπεύθυνος για την κατάσταση, αφού κατά την διάρκεια της κυβέρνησής του η διαφθορά αυξήθηκε σε απίστευτο βαθμό». Η εκπρόσωπος της ομάδας αναφέρθηκε στους κυρίους Τσουκάτο και Μαντέλη, αλλά και σε πρώην υπουργό Άμυνας, για τον οποίο η γερμανική δικαιοσύνη θεωρεί ότι έχει επίσης πάρει χρήματα και κάλεσε τον κ. Σημίτη, τον άνθρωπο που «θυσίασε τον ελληνικό λαό» και είναι «ταυτισμένος με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, την οποία σήμερα επικρίνει» να «αναλάβει τις ευθύνες του και να αποσυρθεί». Ο κ. Σημίτης αρνήθηκε να σχολιάσει την παρέμβαση, η οποία χειροκροτήθηκε από μέρος του κοινού.