Tου πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά
Από : Δημοκρατία
Τρία καυτά ερωτήματα για το τι έκανε το υπουργείο Εξωτερικών (επί Δρούτσα!) και κυρίως τι δεν έκανε για να υπερασπισθεί τη χώρα στον «πόλεμο» για την ονομασία.
Θα αποτελούσε ένδειξη επιπολαιότητας να σχολιάσω σήμερα την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ins Χάγης επί της προσφυγής τns ΠΓΔΜ κατά τns Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 21, παρ. 2 της Ενδιάμεσα Συμφωνίας της Νέας Yόρκης. Τούτο διότι, παρά τις απόλυτα προβλέψιμες και εσκεμμένες διαρροές που γίνονται από το υπουργείο Εξωτερικών εδώ και δέκα ημέρες (από τη στιγμή, δηλαδή που το Δικαστήριο επίσημα ανακοίνωσε ότι η απόφαση θα εκδοθεί στις 5 Δεκεμβρίου) το κείμενο της δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Συνεπώς, εκείνοι που έλαβαν την απόφαση να ξεκινήσει μια προσπάθεια «διαπαιδαγώγησης» των μέσων ενημέρωσης, λίγες ημέρες πριν από τη γνωστοποίηση της απόφασης και προετοιμάζοντας έτσι την κοινή γνώμη που στόχευαν; Μήπως στην απάλυνση των ευθυνών τους για την εξέλιξη αυτή; Μια εξέλιξη όμως απόλυτα προβλέψιμη;
Εχω μελετήσει προσεκτικά, εδώ και πολλούς μήνες, τα... γραπτά κείμενα που υπέβαλαν οι δύο πλευρές και παρακολούθησα την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δ.Δ.Χ. Συνεπώς, βάσει των στοιχείων που είναι ήδη γνωστά, θα ήθελα να υποβάλω μια σειρά ερωτημάτων στον έχοντα τη βασική πολιτική ευθύνη, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της διαδικασίας, πρώην υπουργό Εξωτερικών κ. Δ. Δρούτσα και στον έχοντα τον γενικό συντονισμό για θέματα της Χάγης στο υπουργείο Εξωτερικών.
1. ΠΡΩΤΟΝ, γιατί δεν έκριναν σκόπιμο και χρήσιμο να υιοθετήσουν την πρόταση μου για υποβολή ελληνικής προσφυγής κατά της ΠΓΔΜ για συστηματική παραβίαση σειράς από τις θεμελιώδεις διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας; Κυρίως δε των άρθρων 6 (έγερση μειονοτικού), 7 (εχθρική προπαγάνδα) και άλλων; Είναι αλήθεια ότι την πρόταση αυτή είχα υποβάλει, αρχικά, τον Ιούνιο του 2007 και, εν συνεχεία, σε πιο επεξεργασμένη μορφή τον Νο-έμβριο του 2007, λίγο πριν από τη Σύνοδο του NATO στο Βουκουρέστι;
Κατά τρόπο δε συνεχή και (τολμώ να πω) πιεστικό την υπέβαλα και από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του κ. Δρούτσα. Προσέκρουσε πάντοτε στην άρνηση του κ.Δρούτσα όσο και του έχοντος τον γενι-κό συντονισμό για τα θέματα της Χάγης. Ποτέ όμως δεν άκουσα θεμελιωμένη και τεκμηριωμένη αιτιολόγηση.
Στη γνωστή πια σύσκεψη της 16ης Μαρτίου 2011, λίγα 24ωρα πριν από την έναρξη της ακροαμαπκής διαδικασίας στη Χάγη, παρουσία του συνόλου της πολιτικής και υπηρεσιακής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά απόντος του Γενικού Συντονιστή (Γ.Σ.), ανέλυσα τα πλεονεκτήματα από πλευράς πολιτικής σκοπιμότητας και ουσίας μιας ελληνικής προσφυγής, θυμάμαι μάλιστα ότι έκανα έκκληση στον νυν ευρωβουλευτή να το ξανασκεφθεί, συμπληρώνοντας ότι, με βάση το άρθρο 11, οι πιθανότητες καταδίκης της Ελλάδος στη Χάγη είναι μεγαλύτερες. Πρόσθεσα ότι, στην περίπτωση αυτή, «η νίκη θα έχει πολλούς πατέρες και η ήττα όμως δεν θα είναι ορφανή». Ο κ. Δρούτοας ήταν αντίθετος. Ουδείς άλλος έλαβε τον λόγο. Δυστυχώς. Μετά το πέρας τα τρίωρης αυτής σύσκεψης ένας εκ των παρισταμένων υφυπουργών μού είπε ότι συμφωνεί απόλυτα με τη θέση μου. Μια τελευταία λέξη οε αυτό το πρώτο σημείο. Μεταξύ των προσχηματικών δικαιολογιών κτά της ελληνικής προσφυγής που άκουσα, ήταν και η επιλογή «...να μην δυσαρεστήσουμε τους δικαστές». Αν είναι δυνατόν!
2. ΔΕΥΤΕΡΟΝ, γιατί δεν κατεβλήθη προσπάθεια στο Δικαστήριο να εξηγηθεί ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία στη μεν ΠΓΔΜ κατισχύει του Συντάγματος ή, εν πάση περιπτώσει, το ερμηνεύει κατά τρόπο ανελαστικό, έχοντας κυρωθεί από τη Βουλή των Σκοπίων τον Οκτώβριο του 1995, ενώ στην Ελλάδα αποτελεί μόνον πολιτικά και όχι νομικά, σε σχέση με την ελληνική εσωτερική κυρωτική διαδικασία, δεσμευτικό κείμενο. Δεν έχει κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων ούτε και μπορεί να υποβληθεί προς κύρωση. Ούτε η Ενδιάμεση Συμφωνία ούτε και οι 22 περίπου διμερείς συμφωνίες και πρωτόκολλα που έχουν έκτοτε υπογραφεί μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων.
Προφανώς, οι οψίμως ασχολούμενοι με το ζήτημα των Σκοπίων αγνοούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, την ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων αγόρευση του τότε υπουργού Εξωτερικών και σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, όταν παρουσίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οπως φαίνεται ότι αγνοούσαν το, εξίσου σημαντικό, κείμενο της εισήγησης του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης και τότε υπουργού Εξωτερικών για τη σύσταση του Γραφείου Συνδέσμου της Ελλάδος στα Σκόπια (1996).
Επιπλέον, οπως φαίνεται, αγνοούσαν ότι από την πρώτη ημέρα ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τόσο δημόσια όσο και στις συνομιλίες με την ηγεσία της ΠΓΔΜ (συνάντηση μου με τον πρόεδρο Κ. Γκλιγκόροφ τον Φεβρουάριο του 1996, με τον πρωθυπουργό Μπ.Τοερβενκόφσκι κ.λπ.) προκύπτει καθαρά ότι η ελληνική θέση ήταν σαφής και επίσημη: «Η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν πρόκειται να υποβληθεί προς κύρωση από την Ελληνική Βουλή. Επίσης, ουδεμία διμερής συμφωνία μπορεί να κυρωθεί από τη Βουλή, εάν προηγουμένως δεν έχει βρεθεί, αμοιβαίως αποδεκτή, συμφωνία για το όνομα. Συνεπώς, η επίλυση του ζητήματος του ονόματος θα πρέπει να προηγηθεί της ένταξης της ΠΓΔΜ στο NATO και στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Αυτά λέγονταν, δημόσια και επίσημα, κατά τις διμερείς επαφές μας με τη γείτονα, ήδη από τον Οκτώβριο του 1995.
Φαίνεται, επίσης, ότι αγνοούσαν τις δεκάδες δημόσιες τοποθετήσεις των εκπροσώπων Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών Κώστα Μπίκα και Θεόδωρου Θεοδώρου, καθώς και τα επίσημα έγγραφα με τις υπογραφές των πρώην υπουργών Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια και Θεόδωρου Πάγκαλου στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Επίσης, τα κείμενα έγγραφων διαμαρτυριών μας προς το υπουργείο Εξωτερικών των Σκοπίων με αποδέκτες, κυρίως, τούς τότε επικεφαλής του Λ. Φρέτσκοφοκι και Μπ. Χαντζίνσκι. Εκπλήσσομαι όταν στο ελληνικό Μνημόνιο στη Χάγη βλέπω ότι το πρώτο κείμενο γραπτής μας διαμαρτυρίας χρονολογείται από το 2007 ή 2008!
3. ΤΡΙΤΟΝ, το ερώτημα συνεπώς είναι γιατί δεν ζητήθηκε η συνδρομή, στην προετοιμασία της υπεράσπισης, όσων ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να βοηθήσουν; Μεταξύ αυτών οι διατελέσαντες πρέσβεις (επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου) στα Σκόπια. Η απάντηση είναι μία: διότι αυτή ήταν η απαίτηση του έχοντος τον γενικό συντονισμό στα θέματα Χάγης. Οταν, τον Ιούνιο του 2009, επέστρεψα από την Ουάσιγκτον, θεώρησα υποχρέωση και καθήκον μου να επισκεφθώ τον Γ.Σ. και να θέσω υπόψη του ότι είμαι έτοιμος να εργαστώ υπό τις οδηγίες του για την τεκμηρίωση του πρώτου ελληνικού Μνημονίου. Χρειάστηκε η προσωπική παρέμβαση της τότε υπουργού κυρίας Ντ. Μπακογιάννη για να με δεχθεί. Οταν επιχειρηματολόγησα ότι, κατά σύμπτωση, διαθέτω τα στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, έλαβα την απάντηση «δεν χρειάζομαι τίποτα, έχω τα πάντα». Κι όμως! Λείπουν βασικά κείμενα και στοιχεία, που ανάγονται στην περίοδο 1994-2005, από τον ελληνικό φάκελο.
Από : Δημοκρατία
Τρία καυτά ερωτήματα για το τι έκανε το υπουργείο Εξωτερικών (επί Δρούτσα!) και κυρίως τι δεν έκανε για να υπερασπισθεί τη χώρα στον «πόλεμο» για την ονομασία.
Θα αποτελούσε ένδειξη επιπολαιότητας να σχολιάσω σήμερα την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ins Χάγης επί της προσφυγής τns ΠΓΔΜ κατά τns Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 21, παρ. 2 της Ενδιάμεσα Συμφωνίας της Νέας Yόρκης. Τούτο διότι, παρά τις απόλυτα προβλέψιμες και εσκεμμένες διαρροές που γίνονται από το υπουργείο Εξωτερικών εδώ και δέκα ημέρες (από τη στιγμή, δηλαδή που το Δικαστήριο επίσημα ανακοίνωσε ότι η απόφαση θα εκδοθεί στις 5 Δεκεμβρίου) το κείμενο της δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Συνεπώς, εκείνοι που έλαβαν την απόφαση να ξεκινήσει μια προσπάθεια «διαπαιδαγώγησης» των μέσων ενημέρωσης, λίγες ημέρες πριν από τη γνωστοποίηση της απόφασης και προετοιμάζοντας έτσι την κοινή γνώμη που στόχευαν; Μήπως στην απάλυνση των ευθυνών τους για την εξέλιξη αυτή; Μια εξέλιξη όμως απόλυτα προβλέψιμη;
Εχω μελετήσει προσεκτικά, εδώ και πολλούς μήνες, τα... γραπτά κείμενα που υπέβαλαν οι δύο πλευρές και παρακολούθησα την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δ.Δ.Χ. Συνεπώς, βάσει των στοιχείων που είναι ήδη γνωστά, θα ήθελα να υποβάλω μια σειρά ερωτημάτων στον έχοντα τη βασική πολιτική ευθύνη, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της διαδικασίας, πρώην υπουργό Εξωτερικών κ. Δ. Δρούτσα και στον έχοντα τον γενικό συντονισμό για θέματα της Χάγης στο υπουργείο Εξωτερικών.
1. ΠΡΩΤΟΝ, γιατί δεν έκριναν σκόπιμο και χρήσιμο να υιοθετήσουν την πρόταση μου για υποβολή ελληνικής προσφυγής κατά της ΠΓΔΜ για συστηματική παραβίαση σειράς από τις θεμελιώδεις διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας; Κυρίως δε των άρθρων 6 (έγερση μειονοτικού), 7 (εχθρική προπαγάνδα) και άλλων; Είναι αλήθεια ότι την πρόταση αυτή είχα υποβάλει, αρχικά, τον Ιούνιο του 2007 και, εν συνεχεία, σε πιο επεξεργασμένη μορφή τον Νο-έμβριο του 2007, λίγο πριν από τη Σύνοδο του NATO στο Βουκουρέστι;
Κατά τρόπο δε συνεχή και (τολμώ να πω) πιεστικό την υπέβαλα και από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του κ. Δρούτσα. Προσέκρουσε πάντοτε στην άρνηση του κ.Δρούτσα όσο και του έχοντος τον γενι-κό συντονισμό για τα θέματα της Χάγης. Ποτέ όμως δεν άκουσα θεμελιωμένη και τεκμηριωμένη αιτιολόγηση.
Στη γνωστή πια σύσκεψη της 16ης Μαρτίου 2011, λίγα 24ωρα πριν από την έναρξη της ακροαμαπκής διαδικασίας στη Χάγη, παρουσία του συνόλου της πολιτικής και υπηρεσιακής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά απόντος του Γενικού Συντονιστή (Γ.Σ.), ανέλυσα τα πλεονεκτήματα από πλευράς πολιτικής σκοπιμότητας και ουσίας μιας ελληνικής προσφυγής, θυμάμαι μάλιστα ότι έκανα έκκληση στον νυν ευρωβουλευτή να το ξανασκεφθεί, συμπληρώνοντας ότι, με βάση το άρθρο 11, οι πιθανότητες καταδίκης της Ελλάδος στη Χάγη είναι μεγαλύτερες. Πρόσθεσα ότι, στην περίπτωση αυτή, «η νίκη θα έχει πολλούς πατέρες και η ήττα όμως δεν θα είναι ορφανή». Ο κ. Δρούτοας ήταν αντίθετος. Ουδείς άλλος έλαβε τον λόγο. Δυστυχώς. Μετά το πέρας τα τρίωρης αυτής σύσκεψης ένας εκ των παρισταμένων υφυπουργών μού είπε ότι συμφωνεί απόλυτα με τη θέση μου. Μια τελευταία λέξη οε αυτό το πρώτο σημείο. Μεταξύ των προσχηματικών δικαιολογιών κτά της ελληνικής προσφυγής που άκουσα, ήταν και η επιλογή «...να μην δυσαρεστήσουμε τους δικαστές». Αν είναι δυνατόν!
2. ΔΕΥΤΕΡΟΝ, γιατί δεν κατεβλήθη προσπάθεια στο Δικαστήριο να εξηγηθεί ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία στη μεν ΠΓΔΜ κατισχύει του Συντάγματος ή, εν πάση περιπτώσει, το ερμηνεύει κατά τρόπο ανελαστικό, έχοντας κυρωθεί από τη Βουλή των Σκοπίων τον Οκτώβριο του 1995, ενώ στην Ελλάδα αποτελεί μόνον πολιτικά και όχι νομικά, σε σχέση με την ελληνική εσωτερική κυρωτική διαδικασία, δεσμευτικό κείμενο. Δεν έχει κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων ούτε και μπορεί να υποβληθεί προς κύρωση. Ούτε η Ενδιάμεση Συμφωνία ούτε και οι 22 περίπου διμερείς συμφωνίες και πρωτόκολλα που έχουν έκτοτε υπογραφεί μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων.
Προφανώς, οι οψίμως ασχολούμενοι με το ζήτημα των Σκοπίων αγνοούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, την ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων αγόρευση του τότε υπουργού Εξωτερικών και σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, όταν παρουσίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οπως φαίνεται ότι αγνοούσαν το, εξίσου σημαντικό, κείμενο της εισήγησης του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης και τότε υπουργού Εξωτερικών για τη σύσταση του Γραφείου Συνδέσμου της Ελλάδος στα Σκόπια (1996).
Επιπλέον, οπως φαίνεται, αγνοούσαν ότι από την πρώτη ημέρα ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τόσο δημόσια όσο και στις συνομιλίες με την ηγεσία της ΠΓΔΜ (συνάντηση μου με τον πρόεδρο Κ. Γκλιγκόροφ τον Φεβρουάριο του 1996, με τον πρωθυπουργό Μπ.Τοερβενκόφσκι κ.λπ.) προκύπτει καθαρά ότι η ελληνική θέση ήταν σαφής και επίσημη: «Η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν πρόκειται να υποβληθεί προς κύρωση από την Ελληνική Βουλή. Επίσης, ουδεμία διμερής συμφωνία μπορεί να κυρωθεί από τη Βουλή, εάν προηγουμένως δεν έχει βρεθεί, αμοιβαίως αποδεκτή, συμφωνία για το όνομα. Συνεπώς, η επίλυση του ζητήματος του ονόματος θα πρέπει να προηγηθεί της ένταξης της ΠΓΔΜ στο NATO και στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Αυτά λέγονταν, δημόσια και επίσημα, κατά τις διμερείς επαφές μας με τη γείτονα, ήδη από τον Οκτώβριο του 1995.
Φαίνεται, επίσης, ότι αγνοούσαν τις δεκάδες δημόσιες τοποθετήσεις των εκπροσώπων Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών Κώστα Μπίκα και Θεόδωρου Θεοδώρου, καθώς και τα επίσημα έγγραφα με τις υπογραφές των πρώην υπουργών Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια και Θεόδωρου Πάγκαλου στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Επίσης, τα κείμενα έγγραφων διαμαρτυριών μας προς το υπουργείο Εξωτερικών των Σκοπίων με αποδέκτες, κυρίως, τούς τότε επικεφαλής του Λ. Φρέτσκοφοκι και Μπ. Χαντζίνσκι. Εκπλήσσομαι όταν στο ελληνικό Μνημόνιο στη Χάγη βλέπω ότι το πρώτο κείμενο γραπτής μας διαμαρτυρίας χρονολογείται από το 2007 ή 2008!
3. ΤΡΙΤΟΝ, το ερώτημα συνεπώς είναι γιατί δεν ζητήθηκε η συνδρομή, στην προετοιμασία της υπεράσπισης, όσων ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να βοηθήσουν; Μεταξύ αυτών οι διατελέσαντες πρέσβεις (επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου) στα Σκόπια. Η απάντηση είναι μία: διότι αυτή ήταν η απαίτηση του έχοντος τον γενικό συντονισμό στα θέματα Χάγης. Οταν, τον Ιούνιο του 2009, επέστρεψα από την Ουάσιγκτον, θεώρησα υποχρέωση και καθήκον μου να επισκεφθώ τον Γ.Σ. και να θέσω υπόψη του ότι είμαι έτοιμος να εργαστώ υπό τις οδηγίες του για την τεκμηρίωση του πρώτου ελληνικού Μνημονίου. Χρειάστηκε η προσωπική παρέμβαση της τότε υπουργού κυρίας Ντ. Μπακογιάννη για να με δεχθεί. Οταν επιχειρηματολόγησα ότι, κατά σύμπτωση, διαθέτω τα στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, έλαβα την απάντηση «δεν χρειάζομαι τίποτα, έχω τα πάντα». Κι όμως! Λείπουν βασικά κείμενα και στοιχεία, που ανάγονται στην περίοδο 1994-2005, από τον ελληνικό φάκελο.