Πρόσκληση για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς απευθύνουν 12 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ υποστηρικτές του Γιώργου Παπανδρέου μεταξύ των οποίων και ο Χ. Καστανίδης. Το κείμενο έχει τίτλο «Το παρόν και το μέλλον της Κεντροαριστεράς» και το υπογράφουν οι βουλευτές:
Γιουματζίδης Βασίλης, βουλευτής Πέλλας, Δημητρουλόπουλος Τάκης, βουλευτής Ηλείας, Θεοδωρίδης Ηλίας, βουλευτής Πέλλας, Θεοχάρη Μαρία, βουλευτής Καρδίτσας, Κασσάρας Γιώργος, βουλευτής Δωδεκανήσου, Καστανίδης Χάρης, βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης, Κυριακοπούλου Μαρία, βουλευτής Αχαΐας, Μιχελογιαννάκης Γιάννης, βουλευτής Ηρακλείου, Μίχος Λάμπρος, βουλευτής Β' Αθηνών, Παραστατίδης Θεόδωρος, βουλευτής Κιλκίς, Τεκτονίδου Κυριακή, βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης και Τριανταφυλλόπουλος Ανδρέας, βουλευτής Αχαΐας.
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή:
Το παρόν και το μέλλον της Κεντροαριστεράς
Ι. Η κρίση και οι συνέπειές της
Από το 2008 η Ελλάδα παρασύρθηκε στη δίνη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι χρόνιες ανεπάρκειες του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, οι διαρθρωτικές της ανισορροπίες, η αδυναμία του κράτους να υποστηρίξει ορθολογικές πολιτικές και ο απόλυτος δημοσιονομικός εκτροχιασμός, στον οποίο οδήγησε η κυβέρνηση Καραμανλή, ανέδειξαν την Ελλάδα στο τέλος του 2009 ως τον αδύναμο κρίκο της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας έπαιρνε ήδη στις αρχές του 2010 τα χαρακτηριστικά κρίσης δανεισμού και εξυπηρέτησης του δυσθεόρατου χρέους της.
Σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επέβαλαν οι διεθνείς αγορές, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε καθεστώς διεθνούς οικονομικής επιτήρησης, που εξασφάλιζε μεν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, υπό την προϋπόθεση όμως της εφαρμογής ενός προγράμματος βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η τριμερής διεθνής επιτήρηση, η «τρόϊκα» όπως αποκλήθηκε, επέβαλε τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους για την πορεία της πατρίδας μας.
Η Ελλάδα και η κυβέρνηση Παπανδρέου ανέλαβαν να εφαρμόσουν μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια μια πολιτική εξοντωτικής δημοσιονομικής εξυγίανσης και βίαιων διαρθρωτικών αλλαγών για να εξασφαλίζεται σχεδόν κάθε τρίμηνο η νέα δανειακή δόση. Ό,τι αδράνησε να κάνει η χώρα επί πολλές δεκαετίες, τώρα έπρεπε να συντελεστεί σε πυκνό χρόνο.
Τα μέτρα που διαδοχικά εφαρμόστηκαν, στηρίζονταν στις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδέες που καθοδηγούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κυρίως την κυριαρχούμενη από συντηρητικές – νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έμφαση δόθηκε στη συμπίεση των εισοδημάτων, στη δραματική μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, στην περιστολή των εν γένει κρατικών δαπανών και στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Αναγκαίες πολιτικές, κυρίως αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως η αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αναδιάταξη των διοικητικών μηχανισμών, δεν ασκήθηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά, είτε με ευθύνη της κυβέρνησης είτε εξαιτίας της αφόρητης πίεσης που ασκούσε η τρόϊκα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για να σχεδιασθούν ορθολογικά οι πολιτικές αυτές.
Μοιραία συνέπεια των παραπάνω ήταν η ελληνική οικονομία να περιπέσει σε βαθύτερη ύφεση, κάτι που εξακολουθεί να δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση ακόμη και των δημοσιονομικών στόχων.
Την ίδια ώρα, η διαχείριση του χρέους συναντούσε εξαιρετικές δυσκολίες, καθώς η ανολοκλήρωτη θεσμικά και πολιτικά Ευρωπαϊκή Ένωση επέτρεπε στις διαφορετικές στρατηγικές των κυρίαρχων δυνάμεων της ευρωζώνης να οδηγούν σε ανεπαρκείς αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αποφάσεις που σύντομα άλλαζαν, γιατί ο χρόνος τις καθιστούσε ανεπίκαιρες. Τώρα, η κρίση χρέους χτυπά στην καρδιά της ευρωζώνης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέβαλε δυσανάλογο προς τις ευθύνες της, υπέρμετρο πολιτικό κόστος. Παρά τις συστηματικές προσπάθειές της να διατηρήσει δίαυλο συνεργασίας με άλλες πολιτικές δυνάμεις και δίαυλο επικοινωνίας με την κοινωνία, τελικά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Το ΠΑΣΟΚ κλήθηκε μόνο του να διαχειρισθεί τη χειρότερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας μας και να πληρώσει πάλι μόνο του την πιο οδυνηρή αντίφαση της ιστορικής διαδρομής του. Εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει, στο πλαίσιο της τωρινής κυβέρνησης συνεργασίας, μια πολιτική εμπνευσμένη από τους δανειστές και ενδεχομένως σωτήρια μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας, αλλά με πολλά στοιχεία που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς την ιδεολογική και προγραμματική φυσιογνωμία του. Από τον Μάϊο του 2010 μέχρι σήμερα, το ΠΑΣΟΚ είδε να αποστασιοποιούνται σταδιακά παραδοσιακοί κοινωνικοί σύμμαχοί του και να θρυμματίζεται η ιδεολογική του ταυτότητα ως παράταξης του σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Η οικονομική κρίση πήρε σύντομα χαρακτηριστικά κρίσης του πολιτικού συστήματος και, ειδικότερα, εσωτερικής πολιτικής κρίσης του κυβερνώντος κόμματος. Η θρυαλλίδα για την κορύφωση της πολιτικής κρίσης ήταν το δίλημμα που διατύπωσε πριν από λίγο καιρό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μεταξύ τραπεζικού ή εθνικού συμφέροντος, καθώς ήταν γνωστό, ότι το εγχώριο και διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν ήθελε ούτε γενναίο «κούρεμα» των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ούτε την έκδοση κοινών μετοχών για τη νέα χρηματοδότηση των τραπεζών.
Έτσι, αμέσως μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής στις 27.10.2011, μέσα από μια αλληλουχία δραματικών γεγονότων, ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας ανατράπηκε και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αντικαταστάθηκε από κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων.
ΙΙ. Το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της Κεντροαριστεράς
Ενόψει των επικείμενων εκλογών και των αβέβαιων μετεκλογικών εξελίξεων, ενόψει της διαρκώς κλιμακούμενης κρίσης στην ευρωζώνη και της επίμονης πολύμορφης κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα μας, το ΠΑΣΟΚ οφείλει να απαντήσει στη δική του ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση, θεμελιώνοντας με νέους όρους την ταυτότητά του ως κόμματος της Κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να υποδείξει προοδευτικές λύσεις για την κρίση και για το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας. Χρειάζεται να συγκροτήσει τη φυσιογνωμία του ως κεντρικού πολιτικού κορμού της Κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα να διευκολύνει τη διαμόρφωση ενός αστερισμού προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, που θα δίνουν τη δυνατότητα σχηματισμού ενός κυβερνητικού συνασπισμού της Κεντροαριστεράς.
Η θεμελίωση με νέους όρους της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος της Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να γίνει με τη μονήρη επίκληση ιδεολογικών και προγραμματικών στερεοτύπων που ανατρέχουν στο παρελθόν του. Απαιτείται ουσιαστικά μια νέα ιδρυτική διακήρυξη του ρεύματος της Κεντροαριστεράς.
Το ΠΑΣΟΚ θα χρειαστεί από τη μια να επιβεβαιώσει τις θεμελιώδεις ιδεολογικές συντεταγμένες του δημοκρατικού σοσιαλισμού και από την άλλη να διαμορφώσει έτσι την πολιτική του, που να συνιστά μια νέα και οξυδερκή σύλληψη των προβλημάτων της παγκόσμιας κοινότητας, της Ευρώπης και των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.
Οι ιδεολογικές συντεταγμένες του ΠΑΣΟΚ ορίζονται από την ένταξή του στην ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Οι ιδεολογικές ρίζες του βρίσκονται στην παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού και στις κοινωνικές θεωρίες του σοσιαλισμού. Οι αξίες του συμπυκνώνονται στις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης.
Οι ιδεολογικές γραμμές που διαχωρίζουν τη Δεξιά από την Κεντροαριστερά υπάρχουν και οφείλουμε να τις αναδείξουμε, αφού προηγουμένως προχωρήσουμε σε έναν ειλικρινή αυτοκριτικό απολογισμό της πολιτικής που εφαρμόσαμε στην μνημονιακή εποχή της ιστορικής διαδρομής μας.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να είναι η συνείδηση και η διαχρονική φωνή των πιο αδύναμων, των λιγότερο ευνοημένων στη ζωή, να είναι η φωνή των δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων, που επιζητούν την πρόοδο με αξιοπρέπεια και με δικαιοσύνη.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Κεντροαριστερά δεν διαχειρίζεται, αλλά ανατρέπει και αλλάζει.
Να θυμίσουμε με έμφαση, ότι ενώ η συντηρητική ιδεολογία δεσμεύεται αποκλειστικά στο όνομα της ελευθερίας, η προοδευτική ιδεολογία δεσμεύεται ταυτόχρονα στο όνομα και της ελευθερίας και της ισότητας, ότι ενώ η συντήρηση εκκλησιάζεται στην αγορά, η πρόοδος αξιοποιεί την αγορά, αλλά αποθεώνει τη δικαιοσύνη. Η Κεντροαριστερά θέλει την αγορά να δημιουργεί, αλλά την πολιτική να διανέμει δίκαια.
Οι νεοφιλελεύθεροι ορκίζονται στον ανταγωνισμό. Η Κεντροαριστερά ορκίζεται στην αλληλεγγύη.
Η βαθιά και ουσιώδης διαφορά της αυθεντικής Κεντροαριστεράς, από την «Κεντροαριστερά» υπέρ της οποίας κάτι ψελλίζουν ορισμένοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ εσχάτως, έγκειται στο γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν διαθέτουν και τόση θέρμη για τον δίκαια διανεμητικό ρόλο της πολιτικής. Οι ψίθυροί τους για την «Κεντροαριστερά» υποκρύπτουν την πολιτική τους επιθυμία να επιχειρήσουν πρώτα την «εκσυγχρονιστική» αναδιάρθρωση του συνασπισμένου μπλοκ εξουσίας τραπεζών, επικοινωνιακών μέσων και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και μετά να μοιράσουν στους υπόλοιπους τα απολειφάδια του παραγόμενου πλούτου.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Κεντροαριστερά δεν διαχειρίζεται την ανασφάλεια και τους φόβους, αλλά αναδεικνύει την εμπιστοσύνη, τις προσδοκίες και τις προοπτικές.
ΙΙΙ. Το προγραμματικό πλαίσιο της Κεντροαριστεράς
Η πολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ και ο προγραμματικός λόγος της νέας, σύγχρονης Κεντροαριστεράς πρέπει να απαντούν σε δύο κορυφαία ερωτήματα:
α) Αγορές ή Δημοκρατία; Με άλλα λόγια, θα παραμείνουν ανέλεγκτες οι αχαλίνωτες αγορές ή θα ελεγχθούν με τη θέσμιση μιας νέας υπερεθνικής και τοπικής δημοκρατικής οργάνωσης που θα εγκαθιστά τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας, της κοινωνικής ζωής και του πολιτικού ενδιαφέροντος;
β) Μπορεί να επιβιώσει μια κεντροαριστερή πλατφόρμα σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους;
Η απάντηση στα δύο αυτά θεμελιώδη ερωτήματα-διλήμματα πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες ελάχιστες προγραμματικές αρχές.
Να ελεγχθούν οι κινήσεις των κεφαλαίων με τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Να μειωθεί η εξάρτηση των επιχειρήσεων από τις χρηματοοικονομικές αγορές, με την ανάπτυξη δημόσιας πιστωτικής πολιτικής.
Να ελεγχθεί η λειτουργία των οίκων αξιολόγησης, με την επιβολή ρυθμιστικών κανόνων που εξασφαλίζουν την απόλυτη διαφάνεια των διαδικασιών αξιολόγησης. Να βαθύνει η ευρωπαϊκή ενοποίηση με την εγκαθίδρυση των αναγκαίων ενοποιητικών μηχανισμών. Οι ενοποιητικές λειτουργίες και μηχανισμοί πρέπει να τεθούν υπό την εποπτεία των πιο δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργάνων, όπως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση να στηριχθεί στην εναρμόνιση μέσω της κοινωνικής προόδου και όχι μέσω του ανταγωνισμού.
Να αντισταθούμε στη λογική της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία δεν εξασφαλίζει την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του χρέους που βιώνει η ευρωζώνη. Η σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία οδηγεί σε βαθιά ύφεση και σε ανακύκλωση του προβλήματος. Αντίθετα, απαιτείται διατήρηση και ενίσχυση του επιπέδου της κοινωνικής προστασίας.
Να εξασφαλιστεί ο ουσιαστικός συντονισμός της μακροοικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, με σεβασμό στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας και να συνταχθεί ομοσπονδιακός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που θα διευκολύνει τη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγγυάται την επαναγορά των κρατικών τίτλων και να μπορεί να χρηματοδοτεί απευθείας τα κράτη με χαμηλά επιτόκια, μειώνοντας έτσι τις πιέσεις των αγορών.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να γίνει ο φορέας της πιο βαθιάς και ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης της Δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι ανατρέπεται η αποφασιστική επιρροή ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων και αυξάνεται, αντιστρόφως, η επιρροή του λαού στα κέντρα και τις διαδικασίες λήψης των μεγάλων αποφάσεων. Η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αποτελέσει σταθμό στην προσπάθεια για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, περιλαμβάνοντας θέματα, όπως η ποινική ευθύνη των υπουργών, το εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις διενέργειας δημοψηφισμάτων.
Να μεταρρυθμιστούν ριζικά οι διοικητικοί μηχανισμοί, με στόχο το κεντρικό κράτος να μετατραπεί σε επιτελικό νου, που σχεδιάζει και εποπτεύει, ενώ οι εκτελεστικές λειτουργίες του κράτους ανασυγκροτούνται υπαγόμενες στην αυτοδιοίκηση και την περιφερειακή διοίκηση. Η Κεντροαριστερά πρέπει να αναδείξει την ανάγκη ενός «ισχυρού» κράτους, όχι με την έννοια του εκτεταμένου κράτους, αλλά ενός ευέλικτου, που έχει την ικανότητα να σχεδιάζει και εφαρμόζει αποτελεσματικά μια πολιτική, σε συνθήκες διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμότητας. Η Κεντροαριστερά οφείλει να επιδιώξει ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό. Η σοσιαλδημοκρατία, μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, για τριάντα περίπου χρόνια πέτυχε - στα όρια του εθνικού κράτους - ένα ιστορικό συμβιβασμό της εργασίας με το κεφάλαιο, οικοδομώντας και ενισχύοντας το κοινωνικό κράτος.
Ο κόσμος της αγοράς και του κεφαλαίου κατάργησε τον ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό, ξεφεύγοντας από τους περιορισμούς της κρατικής πολιτικής εντός των εθνικών συνόρων και μεταφέροντας την κίνησή του στο παγκόσμιο πλαίσιο: από το εθνικό στο παγκόσμιο.
Η απάντηση της Κεντροαριστεράς πρέπει να είναι ακριβώς αντίστροφη: από το παγκόσμιο στο τοπικό πλαίσιο. Κύριο μέλημα πρέπει να είναι η ενίσχυση της τοπικής εξουσίας, κάτι που καθιστά πιο εύκολο και αποδοτικό τον κοινωνικό έλεγχο.
Να ενισχυθούν τα τοπικά οικονομικά δίκτυα, δίκτυα που αρθρώνονται γύρω από την παραγωγική φυσιογνωμία και ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής μικροκλίμακας. Η κοινωνική οικονομία μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τα τοπικά οικονομικά δίκτυα. Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι τοπικές κοινωνίες με ισχυρά μέσα «δημοκρατικής επιρροής», όπως μορφές τοπικής διακυβέρνησης, τοπικά δημοψηφίσματα κ.λπ. Η συνοχή των τοπικών κοινωνιών με τη διαμόρφωση τοπικών οικονομικών δικτύων και τη χρήση μέσων δημοκρατικής επιρροής, ενδυναμώνει την εθνική συνοχή και κυριαρχία, καθώς καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανέλεγκτη επέμβαση των αγορών στη γεωγραφική μικροκλίμακα.
Να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Οι πρωτόγνωροι πόροι που άρχισαν να εισρέουν στην Ελλάδα μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ δεν επενδύθηκαν στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Η γενικευμένη εισοδηματική ενίσχυση των εργαζομένων και η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης ενίσχυσε τα μεταπρατικά εισαγωγικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου σε βάρος του παραγωγικού αναπτυξιακού κεφαλαίου και αύξησε τις ανάγκες δανεισμού της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιδοτήσεις του αγροτικού τομέα είχαν το παράδοξο αποτέλεσμα να προσθέσουν μεν ανέξοδο εισόδημα στους έλληνες αγρότες, να τους ωθήσουν όμως στην εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, με συνέπεια την αποδιάρθρωσή της. Η κακοδαιμονία της αντιπαραγωγικής χρησιμοποίησης των πόρων και του δανεισμού κατατρέχει την ελληνική πολιτική τάξη από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι και το Γ΄Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας πρέπει να κατατείνει στην ενίσχυση του παραγωγικού αναπτυξιακού κεφαλαίου με επενδύσεις κυρίως στην αναζωογόνηση και την αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής και στην αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πολιτιστική κληρονομιά - τουρισμός, ενεργειακά κοιτάσματα κ.ο.κ.).
Να θέσουμε ως πρώτο στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας και τη συμμετοχή της νέας γενιάς σε ένα νέο κόσμο εργασίας και ανάπτυξης. Η καταπολέμηση της ανεργίας ασφαλώς προϋποθέτει μια νέα αναπτυξιακή ώθηση, ασφαλώς υποβοηθείται από ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, αλλά αυτά πια δεν αρκούν. Απαιτούνται συγκεκριμένες και στοχευμένες πολιτικές: Να δώσουμε έμφαση π.χ. σε διαρκή προγράμματα ενίσχυσης της νεανικής αγροτικής επιχειρηματικότητας, στην επαγγελματική ειδίκευση και κατάρτιση νέων, αλλά και πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού για την αξιοποίησή τους σε νέες ενεργειακές πολιτικές. Να παροτρύνουμε νέους, επιστήμονες με κοινή επαγγελματική αφετηρία ή με συναφείς επαγγελματικές δράσεις, να συμπράξουν στο πλαίσιο νέων μορφών οργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να διαμορφώσει ένα νέο αξιακό σύστημα. Μόνο έτσι θα μετακινηθούμε από τον «πολιτισμό της κερδοσκοπίας» που επέβαλαν οι αγορές, προς τον «πολιτισμό της αλληλεγγύης». Να βγάλουμε τον άνθρωπο της «μοναχικής μάζας» από το σκοτάδι στο φως της δημιουργίας, της συμμετοχής και της αξιοπρέπειας.
Στο εγχείρημα για την ανασύνταξη της Κεντροαριστεράς πρέπει να συμβάλλουν όλοι όσοι κρατούν αποθέματα πίστης στις δυνατότητες του έθνους και των ελλήνων πολιτών. Όλοι όσοι εξακολουθούν να βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια αυτού που επιθυμεί να ανατρέψει κάθε τι δυναστικό και απαξιωτικό για την ανθρώπινη ύπαρξη και όχι με τα μάτια του κυνικά συμβιβασμένου. Καλούνται να συμμετάσχουν αυτοί που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως τη διαρκή μάχη για τη βελτίωση της ανθρώπινης μοίρας και όχι αυτοί που την αντιλαμβάνονται ως τεχνική της εξουσίας, δόλιων προσωπικών συμβιβασμών και απονομής προνομίων. Καλούνται να συμμετάσχουν όσοι πιστεύουν ότι πρέπει να επινοήσουμε ένα μέλλον διαφορετικό, χωρίς προσχεδιασμένες αλήθειες, ένα μέλλον φτιαγμένο με μέτρο την ανθρώπινη αξίωση για ευημερία με δικαιοσύνη και όχι προεξοφλημένο από την απληστία της αγοράς.
Θα δώσουμε τη μάχη παντού, στην κοινωνία, ανάμεσα στους πολίτες και με αυτούς, σε όλες τις οργανώσεις και τα συλλογικά όργανα του Κινήματος, σε συνεννόηση και διάλογο με άλλες προοδευτικές δυνάμεις, χωρίς να επηρεαζόμαστε από τις εφήμερες μάχες για την εσωκομματική εξουσία. Ας προσέξουμε όλοι να μην μετατρέψουμε το ΠΑΣΟΚ, με τη συνήθεια της βιαστικής φιλοδοξίας, σε ένα ρημαγμένο τοπίο εκκαθάρισης προσωπικών στόχων. Η εξουσία, η ηγεσία, οι θέσεις ευθύνης εύκολα κατακρημνίζονται, όταν είναι αδειανές από την αγωνία και τις ιδέες για το μέλλον των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Θέλουμε να αλλάξουμε την πολιτική και την Κεντροαριστερά, να δώσουμε πνοή στην κοινή επιθυμία για κάτι καλύτερο. Θα είμαστε παρόντες.
Τις παραπάνω απόψεις είναι πιθανό ότι συμμερίζονται πολλοί περισσότεροι από εμάς που υπογράφουμε. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες ιδεών, γι’ αυτό απευθύνουμε πρόσκληση στους συναδέλφους βουλευτές, στους πολίτες, στους φίλους και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ, στα θεσμικά όργανα του Κινήματος να συμμετάσχουν στο διάλογο και, εάν συμφωνούν, να δηλώσουν τη στήριξή τους στο κείμενο αυτό.
Υπογράφουν:
Γιουματζίδης Βασίλης, βουλευτής Πέλλας
Δημητρουλόπουλος Τάκης, βουλευτής Ηλείας
Θεοδωρίδης Ηλίας, βουλευτής Πέλλας
Θεοχάρη Μαρία, βουλευτής Καρδίτσας
Κασσάρας Γιώργος, βουλευτής Δωδεκανήσου
Καστανίδης Χάρης, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης
Κυριακοπούλου Μαρία, βουλευτής Αχαΐας
Μιχελογιαννάκης Γιάννης, βουλευτής Ηρακλείου
Μίχος Λάμπρος, βουλευτής Β’ Αθηνών
Παραστατίδης Θεόδωρος, βουλευτής Κιλκίς
Τεκτονίδου Κυριακή, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης
Τριανταφυλλόπουλος Ανδρέας, βουλευτής Αχαΐας
Γιουματζίδης Βασίλης, βουλευτής Πέλλας, Δημητρουλόπουλος Τάκης, βουλευτής Ηλείας, Θεοδωρίδης Ηλίας, βουλευτής Πέλλας, Θεοχάρη Μαρία, βουλευτής Καρδίτσας, Κασσάρας Γιώργος, βουλευτής Δωδεκανήσου, Καστανίδης Χάρης, βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης, Κυριακοπούλου Μαρία, βουλευτής Αχαΐας, Μιχελογιαννάκης Γιάννης, βουλευτής Ηρακλείου, Μίχος Λάμπρος, βουλευτής Β' Αθηνών, Παραστατίδης Θεόδωρος, βουλευτής Κιλκίς, Τεκτονίδου Κυριακή, βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης και Τριανταφυλλόπουλος Ανδρέας, βουλευτής Αχαΐας.
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή:
Το παρόν και το μέλλον της Κεντροαριστεράς
Ι. Η κρίση και οι συνέπειές της
Από το 2008 η Ελλάδα παρασύρθηκε στη δίνη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι χρόνιες ανεπάρκειες του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, οι διαρθρωτικές της ανισορροπίες, η αδυναμία του κράτους να υποστηρίξει ορθολογικές πολιτικές και ο απόλυτος δημοσιονομικός εκτροχιασμός, στον οποίο οδήγησε η κυβέρνηση Καραμανλή, ανέδειξαν την Ελλάδα στο τέλος του 2009 ως τον αδύναμο κρίκο της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας έπαιρνε ήδη στις αρχές του 2010 τα χαρακτηριστικά κρίσης δανεισμού και εξυπηρέτησης του δυσθεόρατου χρέους της.
Σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επέβαλαν οι διεθνείς αγορές, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε καθεστώς διεθνούς οικονομικής επιτήρησης, που εξασφάλιζε μεν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, υπό την προϋπόθεση όμως της εφαρμογής ενός προγράμματος βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η τριμερής διεθνής επιτήρηση, η «τρόϊκα» όπως αποκλήθηκε, επέβαλε τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους για την πορεία της πατρίδας μας.
Η Ελλάδα και η κυβέρνηση Παπανδρέου ανέλαβαν να εφαρμόσουν μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια μια πολιτική εξοντωτικής δημοσιονομικής εξυγίανσης και βίαιων διαρθρωτικών αλλαγών για να εξασφαλίζεται σχεδόν κάθε τρίμηνο η νέα δανειακή δόση. Ό,τι αδράνησε να κάνει η χώρα επί πολλές δεκαετίες, τώρα έπρεπε να συντελεστεί σε πυκνό χρόνο.
Τα μέτρα που διαδοχικά εφαρμόστηκαν, στηρίζονταν στις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδέες που καθοδηγούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κυρίως την κυριαρχούμενη από συντηρητικές – νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έμφαση δόθηκε στη συμπίεση των εισοδημάτων, στη δραματική μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, στην περιστολή των εν γένει κρατικών δαπανών και στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Αναγκαίες πολιτικές, κυρίως αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως η αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αναδιάταξη των διοικητικών μηχανισμών, δεν ασκήθηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά, είτε με ευθύνη της κυβέρνησης είτε εξαιτίας της αφόρητης πίεσης που ασκούσε η τρόϊκα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για να σχεδιασθούν ορθολογικά οι πολιτικές αυτές.
Μοιραία συνέπεια των παραπάνω ήταν η ελληνική οικονομία να περιπέσει σε βαθύτερη ύφεση, κάτι που εξακολουθεί να δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση ακόμη και των δημοσιονομικών στόχων.
Την ίδια ώρα, η διαχείριση του χρέους συναντούσε εξαιρετικές δυσκολίες, καθώς η ανολοκλήρωτη θεσμικά και πολιτικά Ευρωπαϊκή Ένωση επέτρεπε στις διαφορετικές στρατηγικές των κυρίαρχων δυνάμεων της ευρωζώνης να οδηγούν σε ανεπαρκείς αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αποφάσεις που σύντομα άλλαζαν, γιατί ο χρόνος τις καθιστούσε ανεπίκαιρες. Τώρα, η κρίση χρέους χτυπά στην καρδιά της ευρωζώνης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέβαλε δυσανάλογο προς τις ευθύνες της, υπέρμετρο πολιτικό κόστος. Παρά τις συστηματικές προσπάθειές της να διατηρήσει δίαυλο συνεργασίας με άλλες πολιτικές δυνάμεις και δίαυλο επικοινωνίας με την κοινωνία, τελικά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Το ΠΑΣΟΚ κλήθηκε μόνο του να διαχειρισθεί τη χειρότερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας μας και να πληρώσει πάλι μόνο του την πιο οδυνηρή αντίφαση της ιστορικής διαδρομής του. Εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει, στο πλαίσιο της τωρινής κυβέρνησης συνεργασίας, μια πολιτική εμπνευσμένη από τους δανειστές και ενδεχομένως σωτήρια μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας, αλλά με πολλά στοιχεία που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς την ιδεολογική και προγραμματική φυσιογνωμία του. Από τον Μάϊο του 2010 μέχρι σήμερα, το ΠΑΣΟΚ είδε να αποστασιοποιούνται σταδιακά παραδοσιακοί κοινωνικοί σύμμαχοί του και να θρυμματίζεται η ιδεολογική του ταυτότητα ως παράταξης του σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Η οικονομική κρίση πήρε σύντομα χαρακτηριστικά κρίσης του πολιτικού συστήματος και, ειδικότερα, εσωτερικής πολιτικής κρίσης του κυβερνώντος κόμματος. Η θρυαλλίδα για την κορύφωση της πολιτικής κρίσης ήταν το δίλημμα που διατύπωσε πριν από λίγο καιρό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μεταξύ τραπεζικού ή εθνικού συμφέροντος, καθώς ήταν γνωστό, ότι το εγχώριο και διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν ήθελε ούτε γενναίο «κούρεμα» των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ούτε την έκδοση κοινών μετοχών για τη νέα χρηματοδότηση των τραπεζών.
Έτσι, αμέσως μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής στις 27.10.2011, μέσα από μια αλληλουχία δραματικών γεγονότων, ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας ανατράπηκε και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αντικαταστάθηκε από κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων.
ΙΙ. Το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της Κεντροαριστεράς
Ενόψει των επικείμενων εκλογών και των αβέβαιων μετεκλογικών εξελίξεων, ενόψει της διαρκώς κλιμακούμενης κρίσης στην ευρωζώνη και της επίμονης πολύμορφης κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα μας, το ΠΑΣΟΚ οφείλει να απαντήσει στη δική του ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση, θεμελιώνοντας με νέους όρους την ταυτότητά του ως κόμματος της Κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να υποδείξει προοδευτικές λύσεις για την κρίση και για το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας. Χρειάζεται να συγκροτήσει τη φυσιογνωμία του ως κεντρικού πολιτικού κορμού της Κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα να διευκολύνει τη διαμόρφωση ενός αστερισμού προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, που θα δίνουν τη δυνατότητα σχηματισμού ενός κυβερνητικού συνασπισμού της Κεντροαριστεράς.
Η θεμελίωση με νέους όρους της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος της Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να γίνει με τη μονήρη επίκληση ιδεολογικών και προγραμματικών στερεοτύπων που ανατρέχουν στο παρελθόν του. Απαιτείται ουσιαστικά μια νέα ιδρυτική διακήρυξη του ρεύματος της Κεντροαριστεράς.
Το ΠΑΣΟΚ θα χρειαστεί από τη μια να επιβεβαιώσει τις θεμελιώδεις ιδεολογικές συντεταγμένες του δημοκρατικού σοσιαλισμού και από την άλλη να διαμορφώσει έτσι την πολιτική του, που να συνιστά μια νέα και οξυδερκή σύλληψη των προβλημάτων της παγκόσμιας κοινότητας, της Ευρώπης και των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.
Οι ιδεολογικές συντεταγμένες του ΠΑΣΟΚ ορίζονται από την ένταξή του στην ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Οι ιδεολογικές ρίζες του βρίσκονται στην παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού και στις κοινωνικές θεωρίες του σοσιαλισμού. Οι αξίες του συμπυκνώνονται στις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης.
Οι ιδεολογικές γραμμές που διαχωρίζουν τη Δεξιά από την Κεντροαριστερά υπάρχουν και οφείλουμε να τις αναδείξουμε, αφού προηγουμένως προχωρήσουμε σε έναν ειλικρινή αυτοκριτικό απολογισμό της πολιτικής που εφαρμόσαμε στην μνημονιακή εποχή της ιστορικής διαδρομής μας.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να είναι η συνείδηση και η διαχρονική φωνή των πιο αδύναμων, των λιγότερο ευνοημένων στη ζωή, να είναι η φωνή των δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων, που επιζητούν την πρόοδο με αξιοπρέπεια και με δικαιοσύνη.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Κεντροαριστερά δεν διαχειρίζεται, αλλά ανατρέπει και αλλάζει.
Να θυμίσουμε με έμφαση, ότι ενώ η συντηρητική ιδεολογία δεσμεύεται αποκλειστικά στο όνομα της ελευθερίας, η προοδευτική ιδεολογία δεσμεύεται ταυτόχρονα στο όνομα και της ελευθερίας και της ισότητας, ότι ενώ η συντήρηση εκκλησιάζεται στην αγορά, η πρόοδος αξιοποιεί την αγορά, αλλά αποθεώνει τη δικαιοσύνη. Η Κεντροαριστερά θέλει την αγορά να δημιουργεί, αλλά την πολιτική να διανέμει δίκαια.
Οι νεοφιλελεύθεροι ορκίζονται στον ανταγωνισμό. Η Κεντροαριστερά ορκίζεται στην αλληλεγγύη.
Η βαθιά και ουσιώδης διαφορά της αυθεντικής Κεντροαριστεράς, από την «Κεντροαριστερά» υπέρ της οποίας κάτι ψελλίζουν ορισμένοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ εσχάτως, έγκειται στο γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν διαθέτουν και τόση θέρμη για τον δίκαια διανεμητικό ρόλο της πολιτικής. Οι ψίθυροί τους για την «Κεντροαριστερά» υποκρύπτουν την πολιτική τους επιθυμία να επιχειρήσουν πρώτα την «εκσυγχρονιστική» αναδιάρθρωση του συνασπισμένου μπλοκ εξουσίας τραπεζών, επικοινωνιακών μέσων και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και μετά να μοιράσουν στους υπόλοιπους τα απολειφάδια του παραγόμενου πλούτου.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Κεντροαριστερά δεν διαχειρίζεται την ανασφάλεια και τους φόβους, αλλά αναδεικνύει την εμπιστοσύνη, τις προσδοκίες και τις προοπτικές.
ΙΙΙ. Το προγραμματικό πλαίσιο της Κεντροαριστεράς
Η πολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ και ο προγραμματικός λόγος της νέας, σύγχρονης Κεντροαριστεράς πρέπει να απαντούν σε δύο κορυφαία ερωτήματα:
α) Αγορές ή Δημοκρατία; Με άλλα λόγια, θα παραμείνουν ανέλεγκτες οι αχαλίνωτες αγορές ή θα ελεγχθούν με τη θέσμιση μιας νέας υπερεθνικής και τοπικής δημοκρατικής οργάνωσης που θα εγκαθιστά τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας, της κοινωνικής ζωής και του πολιτικού ενδιαφέροντος;
β) Μπορεί να επιβιώσει μια κεντροαριστερή πλατφόρμα σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους;
Η απάντηση στα δύο αυτά θεμελιώδη ερωτήματα-διλήμματα πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες ελάχιστες προγραμματικές αρχές.
Να ελεγχθούν οι κινήσεις των κεφαλαίων με τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Να μειωθεί η εξάρτηση των επιχειρήσεων από τις χρηματοοικονομικές αγορές, με την ανάπτυξη δημόσιας πιστωτικής πολιτικής.
Να ελεγχθεί η λειτουργία των οίκων αξιολόγησης, με την επιβολή ρυθμιστικών κανόνων που εξασφαλίζουν την απόλυτη διαφάνεια των διαδικασιών αξιολόγησης. Να βαθύνει η ευρωπαϊκή ενοποίηση με την εγκαθίδρυση των αναγκαίων ενοποιητικών μηχανισμών. Οι ενοποιητικές λειτουργίες και μηχανισμοί πρέπει να τεθούν υπό την εποπτεία των πιο δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργάνων, όπως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση να στηριχθεί στην εναρμόνιση μέσω της κοινωνικής προόδου και όχι μέσω του ανταγωνισμού.
Να αντισταθούμε στη λογική της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία δεν εξασφαλίζει την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του χρέους που βιώνει η ευρωζώνη. Η σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία οδηγεί σε βαθιά ύφεση και σε ανακύκλωση του προβλήματος. Αντίθετα, απαιτείται διατήρηση και ενίσχυση του επιπέδου της κοινωνικής προστασίας.
Να εξασφαλιστεί ο ουσιαστικός συντονισμός της μακροοικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, με σεβασμό στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας και να συνταχθεί ομοσπονδιακός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που θα διευκολύνει τη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγγυάται την επαναγορά των κρατικών τίτλων και να μπορεί να χρηματοδοτεί απευθείας τα κράτη με χαμηλά επιτόκια, μειώνοντας έτσι τις πιέσεις των αγορών.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να γίνει ο φορέας της πιο βαθιάς και ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης της Δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι ανατρέπεται η αποφασιστική επιρροή ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων και αυξάνεται, αντιστρόφως, η επιρροή του λαού στα κέντρα και τις διαδικασίες λήψης των μεγάλων αποφάσεων. Η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αποτελέσει σταθμό στην προσπάθεια για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, περιλαμβάνοντας θέματα, όπως η ποινική ευθύνη των υπουργών, το εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις διενέργειας δημοψηφισμάτων.
Να μεταρρυθμιστούν ριζικά οι διοικητικοί μηχανισμοί, με στόχο το κεντρικό κράτος να μετατραπεί σε επιτελικό νου, που σχεδιάζει και εποπτεύει, ενώ οι εκτελεστικές λειτουργίες του κράτους ανασυγκροτούνται υπαγόμενες στην αυτοδιοίκηση και την περιφερειακή διοίκηση. Η Κεντροαριστερά πρέπει να αναδείξει την ανάγκη ενός «ισχυρού» κράτους, όχι με την έννοια του εκτεταμένου κράτους, αλλά ενός ευέλικτου, που έχει την ικανότητα να σχεδιάζει και εφαρμόζει αποτελεσματικά μια πολιτική, σε συνθήκες διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμότητας. Η Κεντροαριστερά οφείλει να επιδιώξει ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό. Η σοσιαλδημοκρατία, μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, για τριάντα περίπου χρόνια πέτυχε - στα όρια του εθνικού κράτους - ένα ιστορικό συμβιβασμό της εργασίας με το κεφάλαιο, οικοδομώντας και ενισχύοντας το κοινωνικό κράτος.
Ο κόσμος της αγοράς και του κεφαλαίου κατάργησε τον ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό, ξεφεύγοντας από τους περιορισμούς της κρατικής πολιτικής εντός των εθνικών συνόρων και μεταφέροντας την κίνησή του στο παγκόσμιο πλαίσιο: από το εθνικό στο παγκόσμιο.
Η απάντηση της Κεντροαριστεράς πρέπει να είναι ακριβώς αντίστροφη: από το παγκόσμιο στο τοπικό πλαίσιο. Κύριο μέλημα πρέπει να είναι η ενίσχυση της τοπικής εξουσίας, κάτι που καθιστά πιο εύκολο και αποδοτικό τον κοινωνικό έλεγχο.
Να ενισχυθούν τα τοπικά οικονομικά δίκτυα, δίκτυα που αρθρώνονται γύρω από την παραγωγική φυσιογνωμία και ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής μικροκλίμακας. Η κοινωνική οικονομία μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τα τοπικά οικονομικά δίκτυα. Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι τοπικές κοινωνίες με ισχυρά μέσα «δημοκρατικής επιρροής», όπως μορφές τοπικής διακυβέρνησης, τοπικά δημοψηφίσματα κ.λπ. Η συνοχή των τοπικών κοινωνιών με τη διαμόρφωση τοπικών οικονομικών δικτύων και τη χρήση μέσων δημοκρατικής επιρροής, ενδυναμώνει την εθνική συνοχή και κυριαρχία, καθώς καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανέλεγκτη επέμβαση των αγορών στη γεωγραφική μικροκλίμακα.
Να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Οι πρωτόγνωροι πόροι που άρχισαν να εισρέουν στην Ελλάδα μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ δεν επενδύθηκαν στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Η γενικευμένη εισοδηματική ενίσχυση των εργαζομένων και η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης ενίσχυσε τα μεταπρατικά εισαγωγικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου σε βάρος του παραγωγικού αναπτυξιακού κεφαλαίου και αύξησε τις ανάγκες δανεισμού της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιδοτήσεις του αγροτικού τομέα είχαν το παράδοξο αποτέλεσμα να προσθέσουν μεν ανέξοδο εισόδημα στους έλληνες αγρότες, να τους ωθήσουν όμως στην εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, με συνέπεια την αποδιάρθρωσή της. Η κακοδαιμονία της αντιπαραγωγικής χρησιμοποίησης των πόρων και του δανεισμού κατατρέχει την ελληνική πολιτική τάξη από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι και το Γ΄Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας πρέπει να κατατείνει στην ενίσχυση του παραγωγικού αναπτυξιακού κεφαλαίου με επενδύσεις κυρίως στην αναζωογόνηση και την αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής και στην αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πολιτιστική κληρονομιά - τουρισμός, ενεργειακά κοιτάσματα κ.ο.κ.).
Να θέσουμε ως πρώτο στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας και τη συμμετοχή της νέας γενιάς σε ένα νέο κόσμο εργασίας και ανάπτυξης. Η καταπολέμηση της ανεργίας ασφαλώς προϋποθέτει μια νέα αναπτυξιακή ώθηση, ασφαλώς υποβοηθείται από ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, αλλά αυτά πια δεν αρκούν. Απαιτούνται συγκεκριμένες και στοχευμένες πολιτικές: Να δώσουμε έμφαση π.χ. σε διαρκή προγράμματα ενίσχυσης της νεανικής αγροτικής επιχειρηματικότητας, στην επαγγελματική ειδίκευση και κατάρτιση νέων, αλλά και πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού για την αξιοποίησή τους σε νέες ενεργειακές πολιτικές. Να παροτρύνουμε νέους, επιστήμονες με κοινή επαγγελματική αφετηρία ή με συναφείς επαγγελματικές δράσεις, να συμπράξουν στο πλαίσιο νέων μορφών οργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας.
Η Κεντροαριστερά οφείλει να διαμορφώσει ένα νέο αξιακό σύστημα. Μόνο έτσι θα μετακινηθούμε από τον «πολιτισμό της κερδοσκοπίας» που επέβαλαν οι αγορές, προς τον «πολιτισμό της αλληλεγγύης». Να βγάλουμε τον άνθρωπο της «μοναχικής μάζας» από το σκοτάδι στο φως της δημιουργίας, της συμμετοχής και της αξιοπρέπειας.
Στο εγχείρημα για την ανασύνταξη της Κεντροαριστεράς πρέπει να συμβάλλουν όλοι όσοι κρατούν αποθέματα πίστης στις δυνατότητες του έθνους και των ελλήνων πολιτών. Όλοι όσοι εξακολουθούν να βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια αυτού που επιθυμεί να ανατρέψει κάθε τι δυναστικό και απαξιωτικό για την ανθρώπινη ύπαρξη και όχι με τα μάτια του κυνικά συμβιβασμένου. Καλούνται να συμμετάσχουν αυτοί που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως τη διαρκή μάχη για τη βελτίωση της ανθρώπινης μοίρας και όχι αυτοί που την αντιλαμβάνονται ως τεχνική της εξουσίας, δόλιων προσωπικών συμβιβασμών και απονομής προνομίων. Καλούνται να συμμετάσχουν όσοι πιστεύουν ότι πρέπει να επινοήσουμε ένα μέλλον διαφορετικό, χωρίς προσχεδιασμένες αλήθειες, ένα μέλλον φτιαγμένο με μέτρο την ανθρώπινη αξίωση για ευημερία με δικαιοσύνη και όχι προεξοφλημένο από την απληστία της αγοράς.
Θα δώσουμε τη μάχη παντού, στην κοινωνία, ανάμεσα στους πολίτες και με αυτούς, σε όλες τις οργανώσεις και τα συλλογικά όργανα του Κινήματος, σε συνεννόηση και διάλογο με άλλες προοδευτικές δυνάμεις, χωρίς να επηρεαζόμαστε από τις εφήμερες μάχες για την εσωκομματική εξουσία. Ας προσέξουμε όλοι να μην μετατρέψουμε το ΠΑΣΟΚ, με τη συνήθεια της βιαστικής φιλοδοξίας, σε ένα ρημαγμένο τοπίο εκκαθάρισης προσωπικών στόχων. Η εξουσία, η ηγεσία, οι θέσεις ευθύνης εύκολα κατακρημνίζονται, όταν είναι αδειανές από την αγωνία και τις ιδέες για το μέλλον των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Θέλουμε να αλλάξουμε την πολιτική και την Κεντροαριστερά, να δώσουμε πνοή στην κοινή επιθυμία για κάτι καλύτερο. Θα είμαστε παρόντες.
Τις παραπάνω απόψεις είναι πιθανό ότι συμμερίζονται πολλοί περισσότεροι από εμάς που υπογράφουμε. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες ιδεών, γι’ αυτό απευθύνουμε πρόσκληση στους συναδέλφους βουλευτές, στους πολίτες, στους φίλους και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ, στα θεσμικά όργανα του Κινήματος να συμμετάσχουν στο διάλογο και, εάν συμφωνούν, να δηλώσουν τη στήριξή τους στο κείμενο αυτό.
Υπογράφουν:
Γιουματζίδης Βασίλης, βουλευτής Πέλλας
Δημητρουλόπουλος Τάκης, βουλευτής Ηλείας
Θεοδωρίδης Ηλίας, βουλευτής Πέλλας
Θεοχάρη Μαρία, βουλευτής Καρδίτσας
Κασσάρας Γιώργος, βουλευτής Δωδεκανήσου
Καστανίδης Χάρης, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης
Κυριακοπούλου Μαρία, βουλευτής Αχαΐας
Μιχελογιαννάκης Γιάννης, βουλευτής Ηρακλείου
Μίχος Λάμπρος, βουλευτής Β’ Αθηνών
Παραστατίδης Θεόδωρος, βουλευτής Κιλκίς
Τεκτονίδου Κυριακή, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης
Τριανταφυλλόπουλος Ανδρέας, βουλευτής Αχαΐας