Μια υπόθεση με βαρύ συμβολικό φορτίο, το σκοπιανό, αναμένεται να έρθει δυναμικά στο προσκήνιο το αμέσως επόμενο διάστημα. Η κυβέρνηση Παπαδήμου θα βρεθεί αντιμέτωπη όχι με ένα θέμα που αφορά την οικονομική κρίση αλλά την εξωτερική πολιτική. Την προσεχή Δευτέρα, το αργότερο την Τρίτη, θα εκδοθεί η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου τη Χάγης για την προσφυγή της ΠΓΔΜ που εγκαλεί την Ελλάδα για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, με τον ισχυρισμό ότι στο ελληνικό βέτο οφείλεται η μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Το αμέσως επόμενο διάστημα θα πραγματοποιηθούν συμβούλια υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στα οποία θα συζητηθεί η συγκεκριμένη ετυμηγορία, συμβούλια που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν με πρωτοβουλία συμμάχων της ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η ετυμηγορία δεν θα είναι απολύτως θετική για την ελληνική πλευρά, θα είναι «μοιρασμένη», δικαιώνοντας με «εποικοδομητική ασάφεια» τις δύο πλευρές. Διπλωματικές πηγές μάλιστα εκτιμούν πως η απόφαση θα είναι ελαφρώς υπέρ των Σκοπίων.
Η ετυμηγορία της Χάγης ταράζει το πολιτικό σύστημα
Το θέμα αυτό έχει συζητηθεί σε κυβερνητικές συσκέψεις της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και του υπουργείου Εξωτερικών υπό τον κ. Σταύρο Δήμα και απασχολεί κομματικά επιτελεία ακριβώς γιατί το ιστορικό του βάρος προϊονίζεται πολιτικές εντάσεις δυσανάλογες ίσως προς το πραγματικό του μέγεθος. Αλλά και για έναν ακόμη, ουσιαστικότερο, λόγο: Μια ψυχρολουσία στην πρώτη ελληνική δοκιμασία ενώπιον της Χάγης, προφανώς θα δημιουργήσει ένα πολύ κακό προηγούμενο, το οποίο θα έχει ευθεία επίδραση στα ελληνοτουρκικά. Είναι πάγια ελληνική θέση η ανάγκη παραπομπής της διαφοράς περί την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο αντιμετωπίζεται, διαχρονικά, από την ελληνική διπλωματία ως δύναμη του καλού. Εάν καταρρεύσει αυτή η συλλογική πεποίθηση, εάν αποδειχθεί ψευδαίσθηση η βεβαιότητα ότι στη Χάγη κρύβεται η σωτηρία από τις τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις στο Αιγαίο, είναι προφανές ότι θα ανακύψει ζήτημα επαναχάραξης της εθνικής στρατηγικής που ισχύει από τη μεταπολίτευση και μετά.
Διπλωματικές πηγές επισημαίνουν ότι ο άξονας Σκοπίων-Άγκυρας έχει ισχυροποιηθεί πολύ τους τελευταίους μήνες και προβλέπουν ότι στη περίπτωση που πράγματι εκδοθεί μεσοβέζικη ετυμηγορία, η κυβέρνηση Ερντογάν θα κάνει ό, τι μπορεί για να την αξιοποιήσει. Ο εθνικιστής πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ν. Γκρούεφσκι προφανώς θα ξεκινήσει διεθνή καμπάνια για να διαφημίσει την επιχειρηματολογία του, ενώ αναμένεται να κλιμακωθούν οι αλυτρωτικού περιεχομένου προκλήσεις από τη γειτονική χώρα. Στο εσωτερικό ο αντίκτυπος θα είναι βαρύς για αρκετούς και σύνθετους λόγους.
Φαντάσματα από το παρελθόν
Το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, παρόλο που είναι αντικειμενικά υποδεέστερο σε διπλωματική σημασία σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, έχει επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις πολύ περισσότερο. Είναι η υπόθεση που οδήγησε τον Αντώνη Σαμαρά στη σύγκρουση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και στην κατάρρευση της τότε κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Είναι σημείο αναφοράς για τη διακυβέρνηση Καραμανλή, με τους υποστηρικτές του τέως πρωθυπουργού να αναπολούν πάντα με ενθουσιασμό το βέτο του Βουκουρεστίου. Η δημόσια αναφορά, άλλωστε, του Κ. Καραμανλή σε βέτο, στο διάγγελμα που απηύθυνε στον ελληνικό λαό από το Βουκουρέστι, είναι ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η νομική ομάδα της ΠΓΔΜ για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα εμπόδισε την ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η Ενδιάμεση Συμφωνία προβλέπει ότι τα Σκόπια μπορούν να εντάσσονται σε διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή ονομασία FYROM. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι πρόκειται για ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας και επικαλείται τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής που το επιβεβαιώνουν. Παράγοντες της ελληνικής διπλωματίας επισημαίνουν ότι ήταν λάθος της τότε κυβέρνησης το γεγονός ότι δεν κατήγγειλε την Ενδιάμεση Συμφωνία, επικαλούμενη τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, πριν φθάσει η ώρα της κρίσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Και επίσης ότι όταν κατατέθηκε η προσφυγή της ΠΓΔΜ στη Χάγη (επί κυβέρνησης Καραμανλή) θα έπρεπε να γίνει ανταγωγή από την ελληνική πλευρά για να εκδικαστούν οι δύο υποθέσεις ταυτόχρονα και να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις από ενδεχόμενη μη ικανοποιητική απόφαση.
Ζήτημα ψυχολογίας
Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, με αρνητική διεθνή εικόνα και μειωμένη αξιοπιστία, ένα χτύπημα από τη διεθνή δικαιοσύνη θα λειτουργήσει παράξενα στη συλλογική ψυχολογία. Πολύ περισσότερο όταν διακύβευμα στον εσωτερικό δημόσιο διάλογο είναι η προστασία της εθνικής κυριαρχίας από την εισβολή επίδοξων επιτηρητών και κηδεμόνων. Και επειδή είναι πολύ της μόδας η επίδειξη πατριωτισμού και οι καταγγελίες περί μειοδοσίας, επειδή έχει μπει στο πολιτικό λεξιλόγιο το «νέο Γουδή», είναι φανερό ότι η συζήτηση σχετικά με το σκοπιανό δεν θα γίνει με νηφαλιότητα. Για την κυβέρνηση Παπαδήμου θα πρόκειται για την πρώτη μεγάλη δοκιμασία σε ένα θέμα που δεν αφορά την οικονομική πολιτική, πολύ περισσότερο που τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνησή του έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις επί του θέματος. Για τον Γ. Παπανδρέου η συγκυρία είναι εξαιρετικά δυσάρεστη, καθώς θα πρέπει να εξηγήσει ότι οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί πριν αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, είναι προφανές ότι θα δεχθεί τις συνήθειες αιτιάσεις για αδυναμία διαχείρισης, ειδικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Για τον Α. Σαμαρά το ζήτημα είναι περίπλοκο: Το σκοπιανό έχει σημαδέψει την πολιτική διαδρομή του, κάποιοι λένε και τον ψυχισμό του. Για να είναι συνεπής με τον εαυτό του, θα πρέπει να σηκώσει τόνους, να καταγγείλει τους κυβερνητικούς χειρισμούς και, με βάση τους κανόνες της κοινής λογικής, το Διεθνές Δικαστήριο.
Κάποιοι στην παράταξή του θα θυμηθούν ότι το έθνος είναι ανάδελφο και άλλοι μπορεί να νοσταλγήσουν τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια με τον ήλιο της Βεργίνας στις σημαίες. Για τον Κ. Καραμανλή η πρόκληση είναι καθαρή: Δεν έσπασε τη σιωπή του για την οικονομία, θα τη διατηρήσει και για το σκοπιανό; Είναι ο μόνος φυσικός πρωταγωνιστής αυτής της υπόθεσης που ξεκίνησε από το Βουκουρέστι και κατέληξε στη Χάγη. Υπάρχουν θεωρίες επί θεωριών για τις πολιτικές συνέπειες της οργής Μπους εναντίον του και για τη στάση του στο σκοπιανό. Θα αφήσει άλλους να μιλήσουν αντ’ αυτού, θα εκφραστεί γραπτώς ή θα παραμείνει παρατηρητής; Ενδιαφέρον δε, εμφανίζει και η στάση που θα κρατήσει στο θέμα ο αρχηγός του τρίτου κόμματος που στηρίζει την κυβέρνηση ο Πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. Γιώργος Καρατζαφέρης.
http://www.real.gr
Το αμέσως επόμενο διάστημα θα πραγματοποιηθούν συμβούλια υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στα οποία θα συζητηθεί η συγκεκριμένη ετυμηγορία, συμβούλια που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν με πρωτοβουλία συμμάχων της ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η ετυμηγορία δεν θα είναι απολύτως θετική για την ελληνική πλευρά, θα είναι «μοιρασμένη», δικαιώνοντας με «εποικοδομητική ασάφεια» τις δύο πλευρές. Διπλωματικές πηγές μάλιστα εκτιμούν πως η απόφαση θα είναι ελαφρώς υπέρ των Σκοπίων.
Η ετυμηγορία της Χάγης ταράζει το πολιτικό σύστημα
Το θέμα αυτό έχει συζητηθεί σε κυβερνητικές συσκέψεις της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και του υπουργείου Εξωτερικών υπό τον κ. Σταύρο Δήμα και απασχολεί κομματικά επιτελεία ακριβώς γιατί το ιστορικό του βάρος προϊονίζεται πολιτικές εντάσεις δυσανάλογες ίσως προς το πραγματικό του μέγεθος. Αλλά και για έναν ακόμη, ουσιαστικότερο, λόγο: Μια ψυχρολουσία στην πρώτη ελληνική δοκιμασία ενώπιον της Χάγης, προφανώς θα δημιουργήσει ένα πολύ κακό προηγούμενο, το οποίο θα έχει ευθεία επίδραση στα ελληνοτουρκικά. Είναι πάγια ελληνική θέση η ανάγκη παραπομπής της διαφοράς περί την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο αντιμετωπίζεται, διαχρονικά, από την ελληνική διπλωματία ως δύναμη του καλού. Εάν καταρρεύσει αυτή η συλλογική πεποίθηση, εάν αποδειχθεί ψευδαίσθηση η βεβαιότητα ότι στη Χάγη κρύβεται η σωτηρία από τις τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις στο Αιγαίο, είναι προφανές ότι θα ανακύψει ζήτημα επαναχάραξης της εθνικής στρατηγικής που ισχύει από τη μεταπολίτευση και μετά.
Διπλωματικές πηγές επισημαίνουν ότι ο άξονας Σκοπίων-Άγκυρας έχει ισχυροποιηθεί πολύ τους τελευταίους μήνες και προβλέπουν ότι στη περίπτωση που πράγματι εκδοθεί μεσοβέζικη ετυμηγορία, η κυβέρνηση Ερντογάν θα κάνει ό, τι μπορεί για να την αξιοποιήσει. Ο εθνικιστής πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ν. Γκρούεφσκι προφανώς θα ξεκινήσει διεθνή καμπάνια για να διαφημίσει την επιχειρηματολογία του, ενώ αναμένεται να κλιμακωθούν οι αλυτρωτικού περιεχομένου προκλήσεις από τη γειτονική χώρα. Στο εσωτερικό ο αντίκτυπος θα είναι βαρύς για αρκετούς και σύνθετους λόγους.
Φαντάσματα από το παρελθόν
Το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, παρόλο που είναι αντικειμενικά υποδεέστερο σε διπλωματική σημασία σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, έχει επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις πολύ περισσότερο. Είναι η υπόθεση που οδήγησε τον Αντώνη Σαμαρά στη σύγκρουση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και στην κατάρρευση της τότε κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Είναι σημείο αναφοράς για τη διακυβέρνηση Καραμανλή, με τους υποστηρικτές του τέως πρωθυπουργού να αναπολούν πάντα με ενθουσιασμό το βέτο του Βουκουρεστίου. Η δημόσια αναφορά, άλλωστε, του Κ. Καραμανλή σε βέτο, στο διάγγελμα που απηύθυνε στον ελληνικό λαό από το Βουκουρέστι, είναι ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η νομική ομάδα της ΠΓΔΜ για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα εμπόδισε την ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η Ενδιάμεση Συμφωνία προβλέπει ότι τα Σκόπια μπορούν να εντάσσονται σε διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή ονομασία FYROM. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι πρόκειται για ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας και επικαλείται τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής που το επιβεβαιώνουν. Παράγοντες της ελληνικής διπλωματίας επισημαίνουν ότι ήταν λάθος της τότε κυβέρνησης το γεγονός ότι δεν κατήγγειλε την Ενδιάμεση Συμφωνία, επικαλούμενη τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, πριν φθάσει η ώρα της κρίσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Και επίσης ότι όταν κατατέθηκε η προσφυγή της ΠΓΔΜ στη Χάγη (επί κυβέρνησης Καραμανλή) θα έπρεπε να γίνει ανταγωγή από την ελληνική πλευρά για να εκδικαστούν οι δύο υποθέσεις ταυτόχρονα και να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις από ενδεχόμενη μη ικανοποιητική απόφαση.
Ζήτημα ψυχολογίας
Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, με αρνητική διεθνή εικόνα και μειωμένη αξιοπιστία, ένα χτύπημα από τη διεθνή δικαιοσύνη θα λειτουργήσει παράξενα στη συλλογική ψυχολογία. Πολύ περισσότερο όταν διακύβευμα στον εσωτερικό δημόσιο διάλογο είναι η προστασία της εθνικής κυριαρχίας από την εισβολή επίδοξων επιτηρητών και κηδεμόνων. Και επειδή είναι πολύ της μόδας η επίδειξη πατριωτισμού και οι καταγγελίες περί μειοδοσίας, επειδή έχει μπει στο πολιτικό λεξιλόγιο το «νέο Γουδή», είναι φανερό ότι η συζήτηση σχετικά με το σκοπιανό δεν θα γίνει με νηφαλιότητα. Για την κυβέρνηση Παπαδήμου θα πρόκειται για την πρώτη μεγάλη δοκιμασία σε ένα θέμα που δεν αφορά την οικονομική πολιτική, πολύ περισσότερο που τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνησή του έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις επί του θέματος. Για τον Γ. Παπανδρέου η συγκυρία είναι εξαιρετικά δυσάρεστη, καθώς θα πρέπει να εξηγήσει ότι οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί πριν αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, είναι προφανές ότι θα δεχθεί τις συνήθειες αιτιάσεις για αδυναμία διαχείρισης, ειδικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Για τον Α. Σαμαρά το ζήτημα είναι περίπλοκο: Το σκοπιανό έχει σημαδέψει την πολιτική διαδρομή του, κάποιοι λένε και τον ψυχισμό του. Για να είναι συνεπής με τον εαυτό του, θα πρέπει να σηκώσει τόνους, να καταγγείλει τους κυβερνητικούς χειρισμούς και, με βάση τους κανόνες της κοινής λογικής, το Διεθνές Δικαστήριο.
Κάποιοι στην παράταξή του θα θυμηθούν ότι το έθνος είναι ανάδελφο και άλλοι μπορεί να νοσταλγήσουν τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια με τον ήλιο της Βεργίνας στις σημαίες. Για τον Κ. Καραμανλή η πρόκληση είναι καθαρή: Δεν έσπασε τη σιωπή του για την οικονομία, θα τη διατηρήσει και για το σκοπιανό; Είναι ο μόνος φυσικός πρωταγωνιστής αυτής της υπόθεσης που ξεκίνησε από το Βουκουρέστι και κατέληξε στη Χάγη. Υπάρχουν θεωρίες επί θεωριών για τις πολιτικές συνέπειες της οργής Μπους εναντίον του και για τη στάση του στο σκοπιανό. Θα αφήσει άλλους να μιλήσουν αντ’ αυτού, θα εκφραστεί γραπτώς ή θα παραμείνει παρατηρητής; Ενδιαφέρον δε, εμφανίζει και η στάση που θα κρατήσει στο θέμα ο αρχηγός του τρίτου κόμματος που στηρίζει την κυβέρνηση ο Πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. Γιώργος Καρατζαφέρης.
http://www.real.gr