Φως στην άκρη του τούνελ για την ευρωζώνη

By Michael Steen

Η Εύα Αγκουιλό αναγκάστηκε να αποχαιρετίσει το φίλο της και τους γονείς της και να φύγει για τη Βόννη όπου θα εργαστεί ως νταντά. Ο τηλεοπτικός σταθμός στον οποίο δούλευε στη Μαγιόρκα ως δημοσιογράφος, έκλεισε το Δεκέμβριο και τώρα, η 32χρονη κοπέλα παίζει το δικό της μικρό ρόλο στην ευρύτερη οικονομική άσκηση εξισορρόπησης ανά την ευρωζώνη.  

Αντιμέτωπη με τις ελάχιστες, αν όχι μηδαμινές, πιθανότητες εύρεσης εργασίας, η πτυχιούχος πανεπιστήμιου κα. Αγκουιλό υπέστη μία σοβαρή μείωση μισθού και αποφάσισε ότι δουλεύοντας ως νταντά στη Γερμανία για μία βρετανική οικογένεια θα βελτιώσει τις γλωσσικές της ικανότητες που θα μπορούσε στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει εργαζόμενη στον τουριστικό κλάδο της πατρίδας της.

 «Ίσως να σπουδάσω κάτι άλλο, θα πρέπει να ανακαλύψω εκ νέου τον εαυτό μου» δήλωσε αναστενάζοντας. Δεν είναι η μόνη. Η μετανάστευση στη Γερμανία εκτινάχθηκε κατά 15% το πρώτο εξάμηνο του έτους σε περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η μετανάστευση προς Γερμανία από την Ισπανία, την Ελλάδα και άλλες χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση ενισχύθηκε με ακόμη ταχύτερο ρυθμό. 

Οι εργαζόμενοι από αυτές τις χώρες απολύονται, οι αναγκάζονται να προχωρήσουν σε νέα εκπαίδευση, να μεταναστεύσουν να δεχθούν περικοπές μισθών. Εάν σε όλα αυτά, προστεθεί και το βάρος των μέτρων λιτότητας που μειώνουν τα επιδόματα ανεργίας και αυξάνουν την άμεση φορολόγηση, τότε αντιλαμβάνεται κανείς πως η κρίση χρέους έχει δημιουργήσει για πολλούς μία ζοφερή κατάσταση, σβήνοντας τις όποιες ελπίδες καριέρας, που είναι ακόμη χειρότερη για εκατομμύρια Ευρωπαίους, οι οποίοι ζουν σε μιζέρια και φτώχεια. 

Εν μέσω αυτής της κατήφειας όμως, και κάτω από τον σκληρό αντίκτυπο της λιτότητας, οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση βάζουν παράλληλα τις βάσεις για την οικονομική τους αναγέννηση μετά την κρίση, σύμφωνα με τα όσα εκτιμά η ισχυρή πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών, όπως τουλάχιστον αντικατοπτρίζεται από δύο μελέτες που δημοσιεύθηκαν αυτή την εβδομάδα. 

Ένα από τα μαθήματα της κρίσης είναι πως χώρες όπως η Ισπανία απέφευγαν μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους επειδή οι εταιρίες είχαν έτοιμη την εναλλακτική λύση της φτηνής χρηματοδότησης λόγω των ενιαίων επιτοκίων της ευρωζώνης. Σε αυτό το σημείο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται ήδη αποδίδουν καρπούς στη ρύθμιση αυτών των ανισορροπιών. 

Η Ισπανία υποφέρει από το υψηλό ποσοστό της ανεργίας, που ξεπερνά το 26%. Τον Ιούλιο εισήγαγε μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν και καθιστούν φτηνότερες για τις επιχειρήσεις τις απολύσεις των μόνιμων εργαζομένων, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ένα σύστημα που άφηνε τους νεότερους και τους μετανάστες εκτός αγοράς εργασίας ή στην καλύτερη περίπτωση, σε καθεστώς προσωρινής εργασίας ενώ οι παλαιότεροι εργαζόμενοι απολάμβαναν προστατευτικά προνόμια. 

Η Πορτογαλία επίσης προχωρά σε χαλάρωση της νομοθεσίας περί απολύσεων. Η Ιταλία, θεωρητικά έχει ήδη αναλάβει δράση για να καταστήσει πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας της, αν και το καθεστώς των απολύσεων υπόκειται σε δικαστική αναθεώρηση. 

Έρευνα της ασφαλιστικής Allianz και μία δεύτερη έρευνα που διεξάγεται από κοινού από τη Berenberg Bank και το Συμβούλιο της Λισαβόνας (think tank), καταλήγει ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις – μεταξύ άλλων – αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς. 

«Το πικρό φάρμακο που κλήθηκαν να πάρουν αυτές οι χώρες αρχίζει να έχει αποτελέσματα» δηλώνει ο Μίκαελ Χέιζ, επικεφαλής ανάλυσης της Allianz και συμπλήρωσε: «οι μεταρρυθμίσεις όμως, θα πρέπει να συνεχιστούν». 

Και οι δύο έρευνες αξιολογούν τις χώρες της ευρωζώνης με βάση αρκετά εργαλεία ώστε να καταμετρήσουν την προσαρμογή. Και οι δύο έρευνες δίνουν υψηλό βαθμό στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία για την καταγραφή σημαντικής προόδου στη διαρθρωτική προσαρμογή, ενώ η Ιταλία βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη και στις δύο περιπτώσεις. Η Ιρλανδία συγκεντρώνει υψηλή βαθμολογία ως προς τη διαδικασία προσαρμογής στην έρευνα της Berenberg αλλά όχι τόσο καλή στην έρευνα της Allianz. 

«Σε γενικές γραμμές, βλέπουμε ότι υπάρχει μία μεγάλη εξισορρόπηση εντός της ευρωζώνης» σύμφωνα με την έκθεση της Berenberg. «Σχεδόν όλες οι χώρες με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα αλλάζουν τον τρόπο που λειτουργούν ταχύτατα» αναφέρει. Καταλήγει ότι τα αποτελέσματά της «έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις που εκφράζονται κατά καιρούς ότι οι χώρες που λαμβάνουν πακέτα στήριξης μπορεί να παρακινηθούν να επιβραδύνουν τη διαδικασία προσαρμογής. 

Η ανταγωνιστικότητα μπορεί να καταμετρηθεί με πολλούς τρόπος. Ο απλούστερος είναι να εξετάσει κανείς εάν οι άλλες χώρες επιλέγουν να αγοράσουν τις εξαγωγές της χώρας που αξιολογείται. Τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία έχουν συρρικνωθεί, ενώ η Ιρλανδία καταγράφει πλεόνασμα. Η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε επίσης να αποδίδεται σε κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης. Οι εκθέσεις της Berenberg και τη Allianz όμως, αναφέρουν ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο μοναδικός παράγοντας καθώς καταγράφεται αύξηση των εξαγωγών. 

Η άλλη όψη από την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της παραγωγικότητας στις χώρες του Νότου, είναι πως η Γερμανία - η οποία υιοθέτησε αυτές τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις το 2000 όταν την χαρακτήριζαν το «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης – θα πρέπει να αποδεχθεί αυξήσεις μισθών ώστε να μειωθεί περαιτέρω το χάσμα της ανταγωνιστικότητας. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει, αν και με βραδείς ρυθμούς. 

Οι αξιωματούχοι της Κομισιόν έχουν στηρίξει πολλά στην επιτυχία των προγραμμάτων προσαρμογής και πιστεύουν ότι – εάν οι αγορές παραμείνουν ήρεμες και επιστρέψουν οι επενδυτές - θα δούμε το φως στο τέλος του τούνελ. 

Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής ανάλυσης της Berenberg προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Πιστεύει ότι η ευρωζώνη μπορεί να βρει από την κρίση το 2014 με την ταχύτερη ανάπτυξη κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των δυτικών οικονομιών, επειδή όλοι οι άλλοι εξακολουθούν να έχουν μπροστά τους τη δυσκολία της δημοσιονομικής προσαρμογής. Θα γίνει όμως, μόνο αφού υποστεί τη «μέγιστη οδύνη» που θα προκληθεί φέτος και τον επόμενο χρόνο από τα μέτρα λιτότητας. 

Το ερώτημα είναι εάν οι πολιτικοί της Ευρώπης μπορούν να κρατήσουν τους ψηφοφόρους για τόσο χρονικό διάστημα, ώστε να νιώσουν τη βελτίωση, προτού γίνουν πολύ έντονες οι κοινωνικές εντάσεις από τη λιτότητα

«Ελπίζω ότι η κρίση δεν θα κρατήσει όλη μας της ζωή» δήλωσε η Αγκουιλό η οποία καλείται να ζήσει σε ξένη χώρα για πρώτη φορά στη ζωή της. «Τουλάχιστον ο πατέρας μου έχει δουλειά. Στην οικογένειά μου υποφέρουμε από την κρίση, αλλά υπάρχει αρκετός κόσμος σε πολύ χειρότερη κατάσταση, κόσμος που χάνει το σπίτι του». 


Πηγή : FT.com