Ελλάδα, γέφυρα ή μπαλκόνι;

Του Θεόδωρου Κουλουμπή*
Από : "Καθημερινή" της Κυριακής 

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προικισμένος με το ηγετικό ένστικτο της σύνεσης, είχε κάποτε πει ότι θα προτιμούσε μια Ελλάδα-μπαλκόνι από μια Ελλάδα-γέφυρα. Ηταν πεπεισμένος ότι ως μπαλκόνι της Ευρώπης, η χώρα μας θα απέφευγε τη μοίρα των στρατηγικών γεφυρών που σε καιρό ειρήνης φορτώνονται με κίνηση και σε καιρό πολέμου ανατινάζονται. Τόνοι βιβλίων και άρθρων έχουν γραφτεί που αναφέρονται στην Ελλάδα και την Τουρκία να αμφιταλαντεύονται πολιτικά, στρατηγικά και πολιτιστικά ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση, και ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό. Η σκέψη του Καραμανλή στα χρόνια της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας, μετά το 1974, τον οδήγησε να διεκδικήσει με συνέπεια και πείσμα την είσοδο της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και τα κατάφερε, παρά τις διεθνείς και τις εσωτερικές επιφυλάξεις και τα πολλαπλά εμπόδια. Με την πάροδο του χρόνου η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση των είκοσι επτά κρατών-μελών (με δέκα επτά κράτη να χρησιμοποιούν το ευρώ ως κοινό τους νόμισμα) και την Ελλάδα ενσωματωμένη στον σκληρό πυρήνα ενός πρωτόγνωρου παγκοσμίως θεσμικού εγχειρήματος. 

Στις πρόσφατες εκλογές (6ης Μαΐου και 17ης Ιουνίου) φτάσαμε κοντά στο χείλος της μεγάλης ανατροπής. Αν είχε σχηματιστεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών αντιμνημονιακών δυνάμεων, η οποία θα προχωρούσε στη μονομερή καταγγελία των δανειακών συμβάσεων με τους εταίρους μας, θα είχε ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την επιστροφή της χώρας στη δραχμή και για την αναπόφευκτη έξοδο από το ευρωπαϊκό θεσμικό της πλαίσιο. Και, πέρα από τις καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία μας, θα επιστρέφαμε στον ρόλο μιας «γέφυρας» που συνδέει την περιοχή της σχετικής σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τα ενεργά ηφαίστεια της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Η Αραβική Ανοιξη (νωπές και εξελισσόμενες ανακατατάξεις σε κράτη όπως η Τυνησία, η Λιβύη και η Αίγυπτος), η αιματηρή εμφύλια σύγκρουση στη Συρία, και η βραδυφλεγής πυρηνική βόμβα που λέγεται Ιράν δεν προσφέρουν καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα από την παραμονή της στην ενωμένη Ευρώπη, έστω και με περιοριστικούς όρους. Πιο άμεσα, εκτός Ευρώπης, τα εθνικά μας θέματα (Αιγαίο, Κύπρος, ονομασία των Σκοπίων) θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σε επίπεδα επικίνδυνης και ταυτόχρονης κλιμάκωσης. 

Αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα από κάθε λογής ευρωσκεπτικιστές (δεξιά και αριστερά του πολιτικού μας ορίζοντα) είναι ότι στην πολιτική ζωή όλα είναι σχετικά. Πολλές φορές, δηλαδή, οι επιλογές μας κινούνται ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο. Ετσι, από τα δεξιά του πολιτικού μας φάσματος, το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων και η Χρυσή Αυγή ορκίζονται στο όνομα της εθνικής ανεξαρτησίας και της πατριωτικής αξιοπρέπειας, εξομοιώνοντας τους τροϊκανούς τεχνοκράτες (Τόμσεν και κομπανία) με Ρωμαίους ανθύπατους που καταπατούν κάθε ίχνος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Από την αριστερή πλευρά του φάσματος τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που δηλώνει «αντισυστημικό» και εισηγείται την πλήρη αποχώρηση της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς του καπιταλιστικού συστήματος (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ). Αντιθέτως, η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη στηρίζει σήμερα την κυβέρνηση Σαμαρά, παραμένοντας πιστή στις αρχές για μια «Ευρώπη των λαών». Και ο ΣΥΡΙΖΑ, με είκοσι επτά τοις εκατό της ψήφου και με έναν νέο και εμφανίσιμο ηγέτη, παραμένει το μεγάλο ερώτημα για το μέλλον. Δηλώνει ο Αλέξης Τσίπρας ότι είναι υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και στην Ευρώπη των αριστερών συμμαχιών, αλλά πριν από τις εκλογές κινήθηκε προς υποσχέσεις (π.χ., μονομερής καταγγελία των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων) που υλοποιούμενες θα οδηγούσαν στην αναγκαστική επιστροφή της δραχμής. Πρέπει, όμως, να διευκρινίσουμε ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο δεξιών και αριστερών δυνάμεων, διαφωνεί κάθετα στο εσωτερικό του πάνω σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράνομης μετανάστευσης και δημόσιας τάξης. 

Κλείνοντας αξίζει να αναφερθούμε στους τεράστιους κινδύνους που συνεπάγεται η αυτοαπομόνωση της Ελλάδας, κυρίως όσον αφορά την αμφίθυμη και αναθεωρητική Τουρκία: οι Ελληνες εθνικιστές, που συνωστίζονται στους χώρους της άκρας δεξιάς, χαρακτηρίζουν ως «ευρωλάγνους και ευρωλιγούρηδες» μια πληθώρα από πολιτικούς, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς. Διατείνονται ότι η κυρίαρχη ανάγνωση και εφαρμογή της εξωτερικής μας πολιτικής πάσχει από ανίατο ενδοτισμό και από το «φοβικό σύνδρομο» απέναντι στην Τουρκία. Βασιζόμενοι στο δίκαιο των αιτημάτων μας, αδιαφορούν συνήθως για τους συσχετισμούς ισχύος και τις εναλλακτικές συμμαχίες που λειτουργούν στις διακρατικές διαφορές. Για παράδειγμα, εισηγούνται, χρόνια τώρα, ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να διευρύνει τα χωρικά της ύδατα στα δώδεκα μίλια (όπως επιτρέπει το διεθνές δίκαιο) χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι οι τουρκικές κυβερνήσεις θεωρούν μια τέτοια κίνηση ως αιτία πολέμου. Το τελευταίο διάστημα βροντοφωνάζουν υπέρ της ανακήρυξης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), χωρίς να εξηγούν στον κόσμο ότι για να αρχίσει η εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων είναι υποχρεωτική και η οριοθέτησή της (με διαπραγματεύσεις ή αμοιβαία συμφωνημένη προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο) με όλες τις γειτονικές χώρες. Αρα, μελλοντικές μονομερείς ενέργειες (ιδίως στην περιοχή του Καστελλόριζου) θα οδηγήσουν σε ελληνοτουρκικές στρατιωτικές αναμετρήσεις τύπου 1976 (έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Χόρα» στο Αιγαίο), 1987 (έξοδος του Σισμίκ), και 1996 (κρίση των Ιμίων). 

Ο αείμνηστος διπλωμάτης και στοχαστής Βύρων Θεοδωρόπουλος είχε συνοψίσει τις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις της νεότερης Ιστορίας μας ως εξής: «Κάθε φορά που αντιμετωπίσαμε την Τουρκία μόνοι (1897, 1922, 1974) ηττηθήκαμε. Αντιθέτως, κάθε φορά που την αντιμετωπίσαμε σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις (Πρώτος Βαλκανικός και Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος) κερδίσαμε». 

 * Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών.