Ζοφερό το μέλλον της Ελλάδας παρά τη βοήθεια

Τι αναφέρει «αυστηρά εμπιστευτική» έκθεση που παραδόθηκε στους γερμανούς βουλευτές ενόψει της σημερινής ψηφοφορίας στη γερμανική Βουλή

Ένα και μοναδικό κούρεμα δεν φτάνει. Για να ξαναγίνει ευπρόσωπη μια υπερχρεωμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, πρέπει να κάνει τακτική απομείωση του χρέους της.

Αυτό προκύπτει από μια έκθεση της καγκελαρίας με την ένδειξη «αυστηρά εμπιστευτική» που παραδόθηκε στους γερμανούς βουλευτές ενόψει της σημερινής ψηφοφορίας στη γερμανική Βουλή για τη λεγόμενη μόχλευση του ταμείου χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ΕFSF και βρίσκεται στη διάθεση του «Βήματος».

Στην έκθεση γίνεται βέβαια αναφορά μόνο στο προσεχές κούρεμα, που υπολογίζεται στο 50-60%. Όμως οι προβλέψεις που γίνονται σε αυτήν δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η απομείωση θα πρέπει να πάρει διαρκή μορφή.

Το έγγραφο στηρίζεται στο πρόσφατο πόρισμα της τρόικας περί «βιωσιμότητας» του ελληνικού χρέους, πηγαίνει όμως πολύ πέρα από αυτό.

Ξεκινώντας από τη διαπίστωση, ότι η κατάσταση στην Ελλάδα χειροτέρεψε τους τελευταίους μήνες, οι συντάκτες του προβλέπουν ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει συγχρόνως τους τρεις βασικούς της στόχους: εσωτερική υποτίμηση, εξυγίανση του προϋπολογισμού και ευρείες κρατικοποιήσεις.

Το σενάριο που προκύπτει από αυτό είναι έτσι ζοφερό. «Η ανάκαμψη θα αργήσει για πολύ» αναφέρεται στο έγγραφο. Ύστερα από μια βαθειά και παρατεταμμένη κρίση, που θα προκαλέσει μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά 5,5% το 2011 και 3% το 2012, θα υπάρξει ανάπτυξη πολύ πιο κάτω από εκείνη που θα είχε ανάγκη η χώρα.

Το 2013-2014 η αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ΑΕΠ θα φτάσει το 1,25% για να ανέβει την περίοδο 2015-2020 στο 2,66% ετησίως και να πέσει πάλι στο 1,66% στο χρονικό διάστημα 2021-2030.

Το αποτέλεσμα θα είναι, το χρέος να ανέλθει στο 186% του ΑΕΠ το 2013 και να πέσει (αν πάνε όλα καλά!) στο 152% το 2020, και στο 130% το 2030 - ποσοστό δηλαδή, που με τα σημερινά δεδομένα, θα συνεχίζει να αποτελεί ρεκόρ ευρωζώνης.

Η πολυπόθητη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές περί το 2020 παραμένει έτσι μετέωρη, αφού οι τρεις προϋποθέσεις γι αυτό - πρώτον, τρία διαδοχικά χρόνια με αύξηση του εθνικού εισοδήματος, δεύτερον, τα αμέσως τρία επόμενα έτη με θετικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού άνωθεν του επιπέδου σταθεροποίησης των χρεών, και τρίτον, έλλειμμα κάτωθεν του 150% - δεν είναι συγχρόνως πραγματοποιήσιμες.

Η κατάσταση θα μπορούσε να χειροτερέψει είτε λόγω της προϊούσης αύξησης των επιτοκίων, είτε λόγω της (πιθανότατα) πλημμελούς υλοποίησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι συνέπειες από τυχόν ταυτόχρονη επανεμφάνιση της εσωτερικής υποτίμησης και της ύφεσης. Σε τέτοια περίπτωση η επιστροφή στις αγορές θα αναβληθεί για το 2027. Και η συσσωρευμένη ανάγκη χρηματοδότησης της Ελλάδας θα φτάσει μέχρι τότε τα 450 δισεκατομμύρια ευρώ.

«Για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, είναι αναγκαία μια νέα, υπό γενναιόδωρους όρους χορηγημένη δημόσια υποστήριξη σε συνδυασμό με την πρόσθετη άφεση χρεών εκ μέρους των ιδιωτών δανειστών» τονίζεται στο έγγραφο.

Οι τελευταίοι θα έπρεπε να συναινέσουν σε κούρεμα τουλάχιστον κατά 60% για να μπορέσει να πέσει το συνολικό χρέος κάτω από 110% το 2020.

Γενικά ωστόσο, οι συντάκτες τονίζουν τον καθοριστικό ρόλο του δημόσιου τομέα. Παρά την όποια συμμετοχή των ιδιωτών, αναφέρουν, η Ελλάδα θα χρειαστεί και στο μέλλον κυρίως κρατική και διακρατική υποστήριξη, για να μπορέσει «να εξυπηρετεί έγκαιρα τις πιστωτικές της υποχρεώσεις και να μην υποστεί νέα καθίζηση η κούρβα του χρέους» της.

Στο κείμενο δεν γίνεται βέβαια η παραμικρή αναφορά στο γεγονός, ότι το κούρεμα θα είχε αμέσως αγαθοεργά αποτελέσματα, αν συμμετείχαν σε αυτό και τα κράτη-δανειστές, καθώς και οι διεθνείς οργανισμοί - με πρώτους τη Διεθνή Νομισματική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

«Τα δάνεια τους, έστω και με τόκο 4,25%, παρατείνουν απλώς το πρόβλημα» έλεγε αναλυτής. «Μόνο αν δώσουν αυτοί το καλό παράδειγμα προχωρώντας σε γενναία άφεση χρεών θα γίνει η ελληνική οικονομία πραγματικά βιώσιμη».

Πηγή : tovima.gr