Σκληρά μέτρα παγώματος μισθών, περικοπής κοινωνικών επιδομάτων, μαζικής κατάργησης ΔΕΚΟ και φορέων του δημοσίου επανέφερε η έκθεση αξιολόγησης του Μνημονίου που ανακοίνωσε χθες το ΔΝΤ. Οι προτάσεις του Διεθνούς Οργανισμού αποβλέπουν σε εισπρακτικά μέτρα ύψους 22 δισ. ευρώ (8% του ΑΕΠ) την περίοδο 2012-2014.
Ουσιαστικά πρόκειται για τα μέτρα που είχαν ανακοινωθεί και τον Δεκέμβριο κατά την προηγούμενη αξιολόγηση αλλά εν συνεχεία κυβερνητικά στελέχη τα είχαν σχολιάσει και υποβαθμίσει ως θέσεις του ΔΝΤ και όχι ως αναμενόμενα μέτρα.
Στην έκθεση ο Διεθνής Οργανισμός εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα για περισσότερο χρόνο του αρχικώς εκτιμώμενου και εκτιμά ότι υφίσταται τις επιπτώσεις ενός υπερτιμημένου -σε σχέση με τις δυνατότητές της- ευρώ.
«Η ελληνική οικονομία θα διέλθει το χειρότερο σημείο στη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου φέτος» αναφέρει χαρακτηριστικά στην ενδιάμεση έκθεσή του για τον δανεισμό του προς την Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, το ΔΝΤ προειδοποιεί στην έκθεσή του για:
-Καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαιτούμενων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές μπορεί να οφείλονται είτε σε πολιτικούς, είτε σε διοικητικούς λόγους. Η καθυστέρηση ενδέχεται να ακινητοποιήσει το έλλειμμα σε μη βιώσιμο επίπεδο, ενώ τυχόν μακρο-διαρθρωτικές καθυστερήσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη. Οι ίδιες καθυστερήσεις είναι επίσης πιθανό ότι θα παρεμποδίσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές. Η αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος και η εκτεταμένη τεχνική υποστήριξη τόσο από το Ταμείο, όσο και από την Κομισιόν, κρίνονται σημαντικές για τον περιορισμό αυτού του κινδύνου.
-Αδυναμία επιστροφής στις αγορές ομολόγων ακόμα και εάν η κυβέρνηση ακολουθεί το πρόγραμμα χωρίς να παρεκκλίνει από τους στόχους. Τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα αυτό, ενώ ταυτόχρονα ίσως αποδειχτεί δύσκολο να πειστούν οι αγορές προτού η ελληνική οικονομία και η δυναμική του χρέους πραγματοποιήσουν σημαντική στροφή. Η επιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων που λαμβάνουν χώρα το τελευταίο διάστημα για τη δημιουργία ενός μόνιμου πλαισίου κανόνων για τη διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη, θα μπορούσε να περιορίσει τον κίνδυνο.
-Υπερβολικά γρήγορη διαδικασία απομόχλευσης των τραπεζών. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες, υπονομεύοντας τελικά το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Οι περιορισμοί που τίθενται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσαρμογής θα βοηθούσαν να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος.
«Σύμφωνα με την γενική αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Ελλάδα έχει σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στην κατεύθυνση επίτευξης των στόχων της, ενώ οι δημοσιονομικές αλλά και ευρύτερες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων στόχων του προγράμματος μπαίνουν σταδιακά σε εφαρμογή. Ωστόσο, χρειάζεται να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις, απαραίτητες για να διασφαλιστεί η δημοσιονομική βιωσιμότητα και η οικονομική ανάκαμψη. Όλοι οι στόχοι επετεύχθησαν, αλλά ο στόχος των ληξιπρόθεσμων οφειλών δεν επετεύχθη και πάλι», σημειώνεται στην έκθεση.
Ουσιαστικά πρόκειται για τα μέτρα που είχαν ανακοινωθεί και τον Δεκέμβριο κατά την προηγούμενη αξιολόγηση αλλά εν συνεχεία κυβερνητικά στελέχη τα είχαν σχολιάσει και υποβαθμίσει ως θέσεις του ΔΝΤ και όχι ως αναμενόμενα μέτρα.
Στην έκθεση ο Διεθνής Οργανισμός εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα για περισσότερο χρόνο του αρχικώς εκτιμώμενου και εκτιμά ότι υφίσταται τις επιπτώσεις ενός υπερτιμημένου -σε σχέση με τις δυνατότητές της- ευρώ.
«Η ελληνική οικονομία θα διέλθει το χειρότερο σημείο στη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου φέτος» αναφέρει χαρακτηριστικά στην ενδιάμεση έκθεσή του για τον δανεισμό του προς την Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, το ΔΝΤ προειδοποιεί στην έκθεσή του για:
-Καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαιτούμενων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές μπορεί να οφείλονται είτε σε πολιτικούς, είτε σε διοικητικούς λόγους. Η καθυστέρηση ενδέχεται να ακινητοποιήσει το έλλειμμα σε μη βιώσιμο επίπεδο, ενώ τυχόν μακρο-διαρθρωτικές καθυστερήσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη. Οι ίδιες καθυστερήσεις είναι επίσης πιθανό ότι θα παρεμποδίσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές. Η αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος και η εκτεταμένη τεχνική υποστήριξη τόσο από το Ταμείο, όσο και από την Κομισιόν, κρίνονται σημαντικές για τον περιορισμό αυτού του κινδύνου.
-Αδυναμία επιστροφής στις αγορές ομολόγων ακόμα και εάν η κυβέρνηση ακολουθεί το πρόγραμμα χωρίς να παρεκκλίνει από τους στόχους. Τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα αυτό, ενώ ταυτόχρονα ίσως αποδειχτεί δύσκολο να πειστούν οι αγορές προτού η ελληνική οικονομία και η δυναμική του χρέους πραγματοποιήσουν σημαντική στροφή. Η επιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων που λαμβάνουν χώρα το τελευταίο διάστημα για τη δημιουργία ενός μόνιμου πλαισίου κανόνων για τη διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη, θα μπορούσε να περιορίσει τον κίνδυνο.
-Υπερβολικά γρήγορη διαδικασία απομόχλευσης των τραπεζών. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες, υπονομεύοντας τελικά το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Οι περιορισμοί που τίθενται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσαρμογής θα βοηθούσαν να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος.
«Σύμφωνα με την γενική αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Ελλάδα έχει σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στην κατεύθυνση επίτευξης των στόχων της, ενώ οι δημοσιονομικές αλλά και ευρύτερες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων στόχων του προγράμματος μπαίνουν σταδιακά σε εφαρμογή. Ωστόσο, χρειάζεται να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις, απαραίτητες για να διασφαλιστεί η δημοσιονομική βιωσιμότητα και η οικονομική ανάκαμψη. Όλοι οι στόχοι επετεύχθησαν, αλλά ο στόχος των ληξιπρόθεσμων οφειλών δεν επετεύχθη και πάλι», σημειώνεται στην έκθεση.